Τί είναι η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας;
Η αορτική βαλβίδα είναι ο σχηματισμός που φυσιολογικά επιτρέπει την ομαλή δίοδο του αίματος από την καρδιά στην κυκλοφορία όλου του σώματος.
Η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας συμβαίνει όταν η αορτική βαλβίδα δεν μπορεί να ανοίξει και να κλείσει σωστά.
Η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας έχει σαν συνέπεια την υπερτροφία του μυός της καρδιάς για να εξωθήσει το αίμα στην κυκλοφορία και με την πάροδο του χρόνου την ανεπάρκεια της καρδιάς.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συχνότητα της αορτικής στένωσης αυξάνει με την ηλικία.
Σε ηλικία μεγαλύτερη των 75 ετών, ένας στους οχτώ έχει ενδιάμεσου ή σοβαρού βαθμού αορτική στένωση. Καθώς μάλιστα το προσδόκιμο επιβίωσης αυξάνει, μεγαλώνει και η συχνότητα της νόσου. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό και διογκούμενο πρόβλημα δημόσιας υγείας.
Αιτίες και συμπτώματα στένωσης αορτικής βαλβίδας
Η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας συσχετίζεται συνήθως με την ηλικία και την εναπόθεση ασβεστίου στη βαλβίδα ή και στο δακτύλιο της (εκφυλιστική στένωση).
Άλλες αιτίες σοβαρής στένωσης αορτικής βαλβίδας είναι το ιστορικό ρευματικού πυρετού σε μικρή ηλικία, συγγενής ανωμαλία της βαλβίδας, προηγηθείσα ακτινοβολία στο θώρακα, φάρμακα, σπάνια μεταβολικά ή αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα συμπτώματα της σοβαρής αορτικής στένωσης συσχετίζονται με την αδυναμία της καρδιάς να τροφοδοτήσει με αίμα τα στεφανιαία αγγεία και την κυκλοφορία, ειδικά σε περιπτώσεις αυξημένων απαιτήσεων. Αυτά είναι η στηθάγχη, η ζάλη ή συγκοπή, η δύσπνοια και η εύκολη κόπωση.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι προοδευτική νόσος και απειλητική για τη ζωή.
Από τη στιγμή που εμφανίζονται τα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας (δύσπνοια), η στηθάγχη ή η συγκοπή, το προσδόκιμο επιβίωσης μειώνεται δραματικά!
Ουσιαστικά, με την έναρξη των συμπτωμάτων αορτικής στένωσης, και εάν δεν υπάρξει θεραπεία, ένας στους δύο ασθενείς ζει για δύο χρόνια και μόνο ένας στους πέντε για πέντε χρόνια.
Τρόποι αντιμετώπισης στένωσης της αορτικής βαλβίδας
Δεν υπάρχει φαρμακευτική θεραπεία, η οποία να αναστρέφει ή να επιβραδύνει την εξέλιξη της αορτικής στένωσης.
Η χειρουργική αντικατάσταση αορτικής βαλβίδας είναι σήμερα η θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της συμπτωματικής αορτικής στένωσης.
Εντούτοις, αρκετοί ασθενείς, είτε λόγω ηλικίας είτε λόγω άλλων ιατρικών νοσημάτων, έχουν υψηλό έως και απαγορευτικό κίνδυνο (περιεγχειρητική θνητότητα μεγαλύτερη από 20%) για τη χειρουργική αντιμετώπιση της αορτικής στένωσης.
Αυτοί οι ασθενείς μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν εναλλακτικό τρόπο: τη διαδερμική τοποθέτηση (αντικατάσταση) της αορτικής βαλβίδας (TAVI ή TAVR).
Η διαδερμική τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας είναι η επέμβαση με την οποία η νέα βιολογική βαλβίδα τοποθετείται στη θέση της παλιάς μέσα από ένα καθετήρα είτε από τη μηριαία αρτηρία είτε από την υποκλείδιο αρτηρία.
Η αορτική βαλβίδα αποτελείται από βιολογικό υλικό (συνήθως από περικάρδιο αγελάδας), στερεωμένη σε ένα stent από ατσάλι.
Κατά τη διάρκεια της εμφύτευσης της αορτικής βαλβίδας το stent εκπτύσσεται στο τοίχωμα μεταξύ της καρδιάς και της αορτής. Η νέα βαλβίδα, στερεωμένη πάνω στο stent, τοποθετείται πάνω από την παλιά, η οποία και συμπιέζεται, επιτρέποντας τη φυσιολογική δίοδο του αίματος από την καρδιά στην υπόλοιπη κυκλοφορία.
Προτού αποφασιστεί εάν κάποιος είναι κατάλληλος για τη διαδερμική θεραπεία της αορτικής στένωσης είναι απαραίτητες κάποιες εξετάσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται με 24ωρη εισαγωγή και παραμονή στο νοσοκομείο.
Αυτές είναι:
- Ηλεκτροκαρδιογράφημα,
- Αιματολογικός έλεγχος,
- Υπερηχογράφημα (Triplex) καρδιάς,
- Στεφανιογραφία (Απεικόνιση των αρτηριών της καρδιάς),
- Αξονική αγγειογραφία αορτής και περιφερικών αγγείων.
Οι καρδιολογικές εξετάσεις αυτές είναι προαπαιτούμενες της επέμβασης αρχικά γιατί αξιολογούν το συνολικό κίνδυνο του ασθενούς.
Παρέχονται με αυτόν τον τρόπο όλα τα δεδομένα στην ομάδα των Επεμβατικών Καρδιολόγων - Καρδιοχειρουργών - Αναισθησιολόγων - Αγγειοχειρουργών (Heart Team) για την ένδειξη της επέμβασης, αλλά και για τον τρόπο τοποθέτησης της βαλβίδας.
Η επέμβαση πραγματοποιείται συνήθως στο Αιμοδυναμικό Εργαστήριο.
Το ειδικό αυτό δωμάτιο είναι εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα ακτινολογικά μηχανήματα και υλικά για τη διαδερμική τοποθέτηση της βαλβίδας, η οποία και γίνεται κάτω από άσηπτες συνθήκες.
Η έκθεση σε ακτινοβολία και σκιαγραφικό υλικό είναι μικρότερη από είκοσι λεπτά της ώρας, ενώ η συνολική διάρκεια της επέμβασης είναι μία με δύο ώρες.
Όταν η προσπέλαση για την τοποθέτηση της βαλβίδας είναι η μηριαία αρτηρία, απαιτείται συνήθως μόνο ελαφρά καταστολή (χωρίς γενική αναισθησία).
Αρχικά γίνεται διαστολή της παλιάς βαλβίδας με ένα μπαλόνι (βαλβιδοπλαστική) και σε δεύτερη φάση μέσα από ένα μεγαλύτερο καθετήρα η τοποθέτηση της βαλβίδας πραγματοποιείται κάτω από ακτινοσκόπηση.
Η διαδερμική τοποθέτηση της αορτικής βαλβίδας έχει σαφώς μικρότερους κινδύνους από την κλασική χειρουργική αντιμετώπιση της αορτικής στένωσης. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, είναι και η θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με υψηλό χειρουργικό κίνδυνο.
Καθώς μάλιστα η τεχνική διαδερμικής τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας βελτιώνεται, πιθανότατα στο μέλλον θα έχει και την ένδειξη σε ασθενείς με χαμηλότερο κίνδυνο.
Υπάρχουν όμως και κάποιοι κίνδυνοι κατά τη διάρκεια της επέμβασης, άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο σοβαροί. Σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος για θάνατο, καρδιογενές σοκ, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο είναι μικρότερος σε σχέση με τη χειρουργική αντιμετώπιση, ενώ οι μόνες επιπλοκές που εμφανίζονται συχνότερα είναι η ανάγκη εμφύτευσης μόνιμου βηματοδότη και οι αγγειακές επιπλοκές.
Μετά την επέμβαση τοποθέτηση αορτικής βαλβίδας η παραμονή στο νοσοκομείο διαρκεί 4-6 ημέρες. Η αρχική παραμονή είναι στη Μονάδα Εντατική Θεραπείας για 24 ώρες για καλύτερη παρακολούθηση.
Η συνολική διάρκεια παραμονής θα εξαρτηθεί από το βαθμό ανάρρωσης.
Η επακόλουθη φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει αντιαιμοπεταλιακά αντί για αντιπηκτικά φάρμακα, σε αντίθεση με τις μεταλλικές βαλβίδες.
Η τοποθέτηση της νέας αορτικής βαλβίδας περιορίζει άμεσα τα συμπτώματα στο βαθμό που οφειλόταν στην αορτική στένωση, αποκαθιστά τη φυσιολογική λειτουργία της βαλβίδας και θα βελτιώσει τη συνολική λειτουργία του καρδιακού μυός.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής και του προσδόκιμου επιβίωσης.