Ως πνευμοθώρακας ορίζεται η παρουσία αέρα στη θωρακική κοιλότητα μεταξύ των δύο πετάλων του υπεζωκότα, δηλαδή του τοιχωματικού και του σπλαχνικού υπεζωκότα.
Η πρώτη περιγραφή του αυτόματου πνευμοθώρακα έγινε από το Bauerhave το 1724, ενώ ο όρος πνευμοθώρακας καθιερώθηκε από τον Etard το 1803.
Υπάρχουν διάφορες μορφές πνευμοθώρακα όπως ο ιδιοπαθής πνευμοθώρακας ή αλλιώς αυτόματος πνευμοθώρακας που είναι ο πιο συχνός, ο μετατραυματικός πνευμοθώρακας που αποτελεί το 40% όλων των μορφών του πνευμοθώρακα.
Επίσης άλλη μορφή του πνευμοθώρακα είναι ο ιατρογενής πνευμοθώρακας που δημιουργείται μετά από παρακέντηση του θώρακα ή μετά από εισαγωγή καθετήρα στην υποκλείδιο φλέβα.
Επιπλέον υπάρχει ο καταμήνιος πνευμοθώρακας ο οποίος συνοδεύει την καταμήνιο περίοδο.
Τέλος υπάρχει ο διαγνωστικός πνευμοθώρακας και ο θεραπευτικός πνευμοθώρακας, τεχνικές οι οποίες έχουν εγκαταλειφτεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Ο ιδιοπαθής πνευμοθώρακας αποτελεί όπως ελέχθη παραπάνω τη συχνότερη μορφή πνευμοθώρακα, και η ετήσια επίπτωση του είναι 7,4 έως 8,6 ανά 100.000 άνδρες ανά έτος.
Αμφοτερόπλευρος πνευμοθώρακας συμβαίνει σε ποσοστό 10% όλων των περιπτώσεων.
Ο αυτόματος πνευμοθώρακας μπορεί να συμβεί κατά την ανάπαυση, κατά τη διάρκεια προσπάθειας όπως μπορεί να συμβεί και κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Ο αυτόματος πνευμοθώρακας παρατηρείται πιο συχνά σε νέα άτομα, λεπτού αναστήματος, με σωματικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου Marfan. Συνήθως πρόκειται για άνδρες που είναι κατά τα άλλα υγιείς.
Επίσης πολλές φορές υπάρχει οικογενειακό ιστορικό πνευμοθώρακα και παρατηρείται πιο συχνά στους καπνιστές. Ο δε κίνδυνος πνευμοθώρακα στους καπνιστές είναι 9-22 φορές υψηλότερος σε σχέση με τους μη καπνιστές.
Ο πνευμοθώρακας οφείλεται σε ρήξη περιφερικών φυσαλίδων ή απλών κύστεων του πνεύμονα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι σχεδόν πάντα υπάρχουν υπο-υπεζωκοτικές φυσαλίδες (εμφυσηματικές κύστες ), οι οποίες βρίσκονται φυσιολογικά στο 20% του πληθυσμού.
Ο αυτόματος πνευμοθώρακας μετά από την αντιμετώπισή του είτε με παροχέτευση είτε συντηρητικά με παρακολούθηση και χορήγηση οξυγόνου υποτροπιάζει σε ποσοστό 62% μετά από το πρώτο επεισόδιο στα επόμενα 2 χρόνια, ενώ το ποσοστό υποτροπής φτάνει το 83% μετά από το δεύτερο επεισόδιο.
Το 75% των υποτροπών συμβαίνουν τα πρώτα 2 χρόνια μετά από το πρώτο επεισόδιο.
Τα συμπτώματα του πνευμοθώρακα είναι δύσπνοια σε ποσοστό 80-100%, πόνος σε ποσοστό 75-90%, βήχας σε ποσοστό 25-35%, ενώ στο 5-10% των περιπτώσεων ο πνευμοθώρακας είναι ασυμπτωματικός.
Τα συμπτώματα του πνευμοθώρακα και η ένταση αυτών εξαρτώνται από την έκταση του πνευμοθώρακα και την υποκείμενη κατάσταση των πνευμόνων του αρρώστου ενώ δε φαίνεται να σχετίζεται με την προσπάθεια.
Η θεραπεία του πνευμοθώρακα εξαρτάται από το μέγεθος του πνευμοθώρακα και τη συμπτωματολογία που προκαλεί, όπως και από την παρουσία παθολογίας στον άλλο πνεύμονα.
Αν πρόκειται για μικρό πνευμοθώρακα (μικρότερο του 15%), που εμφανίζεται για πρώτη φορά και ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός τότε στον ασθενή συστήνεται ανάπαυση για 2-3 μέρες και παρακολούθηση χωρίς τη χορήγηση οξυγόνου.
Η χορήγηση του οξυγόνου μπορεί να επιταχύνει την απορρόφηση του αέρα.
Όταν ο πνευμοθώρακας είναι μεγαλύτερος του 25% ή όταν είναι μικρότερος αλλά με συμπτώματα τότε χρειάζεται να γίνει η παροχέτευση του αέρα με σκοπό να επιτραπεί η πλήρης έκπτυξη του πνεύμονα και να σταματήσει η διαφυγή του αέρα.
Υπάρχει ο πνευμοθώρακας υπό τάση που είναι απειλητικός για τη ζωή του αρρώστου καθώς ο αέρας που μαζεύεται στην υπεζωκοτική κοιλότητα πιέζει συνεχώς τον υποκείμενο πνεύμονα που με τη σειρά του πιέζει το μεσοθωράκιο και τον αντίθετο πνεύμονα.
Ο πνευμοθώρακας υπό τάση χρειάζεται επείγουσα αντιμετώπιση και αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα με εκκένωση του αέρα, ο ασθενής κινδυνεύει να απολέσει τη ζωή του.
Η εκκένωση του αέρα επιτυγχάνεται με την εισαγωγή σωλήνα παροχέτευσης θώρακος, τύπου Argyle, που συνδέεται με ειδική συσκευή με στήλη ύδατος, και η συσκευή αυτή λέγεται συσκευή Bullau.
Για λόγους οικονομίας ο σωλήνας παροχέτευσης μπορεί να συνδέεται με βαλβίδα Heimlich προκειμένου να αποφευχθεί η χρήση φιάλης Bullau και ο ασθενής μπορεί να μην νοσηλευτεί στο νοσοκομείο.
Η διαδικασία αυτή είναι ασφαλής, απλή, αποτελεσματική και οικονομική.
Οι ενδείξεις για τη χειρουργική θεραπεία του πνευμοθώρακα είναι όταν η διαφυγή του αέρα παρατείνεται πέραν των 5 - 7 ημερών, όταν υπάρχει μεγάλη αερώδης κύστη στον πνεύμονα, όταν η έκπτυξη του πνεύμονα είναι ατελής παρά τη σωστή θέση του σωλήνα παροχέτευσης, και κυρίως όταν πρόκειται για υποτροπιάζοντα πνευμοθώρακα.
ʼλλη ένδειξη για τη χειρουργική θεραπεία του πνευμοθώρακα σχετίζεται με το επάγγελμα του ασθενούς όπως του πιλότου, του δύτη, και του ναύτη, όπως επίσης στους ορειβάτες και σε ασθενείς που έχουν υποστεί πνευμονεκτομή ή όταν έχουν σοβαρή νόσο στον αντίθετο πνεύμονα.
Η χειρουργική αντιμετώπιση του πνευμοθώρακα προσφέρει ίαση σε ποσοστά που κυμαίνονται μεταξύ 93 - 100%, ανάλογα με τη τεχνική που εφαρμόζεται.
Η θωρακοσκοπική τεχνική μόνη χρειάζεται λίγες ημέρες νοσηλείας αλλά έχει ποσοστά υποτροπής που φτάνουν το 7% με 10%.
Ενώ η διενέργεια μικρής έκτασης θωρακοτομής (6 εκ. περίπου), με τη βοήθεια θωρακοσκοπίου επιτρέπουν την αφαίρεση όλων των φυσαλίδων, και την αφαίρεση του τοιχωματικού υπεζωκότα.
Με αυτό τον τρόπο η πιθανότητα υποτροπής πρακτικά αγγίζει το μηδέν. Η διάρκεια νοσηλείας για την τεχνική αυτή είναι 4-5 ημέρες.
Στο Ιατρικό Αθηνών έχουν αντιμετωπιστεί δεκάδες ασθενείς με αυτόματο πνευμοθώρακα μετά από πρώτο επεισόδιο ή μετά από υποτροπή και όλοι οι ασθενείς αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς με διάρκεια νοσηλείας πολύ μικρότερη από αυτή που αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία και με ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας που ήταν μηδενικά.