Οι όγκοι και οι «ογκόμορφες» εξεργασίες του μυοσκελετικού συστήματος εμπίπτουν σε μία μάλλον ασυνήθη ομάδα νοσημάτων, η οποία μπορεί να αφορά τόσο τα οστά, όσο και τα περιβάλλοντα μαλακά μόρια.
Η Μυοσκελετική Ογκολογία είναι ένας κλάδος της Ογκολογίας που ασχολείται ειδικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία αυτών των νοσημάτων, και απαιτεί τη συντονισμένη συνεργασία πολλών ειδικοτήτων.
Ενδεικτικά, αναφέρεται εδώ ο ρόλος του εξειδικευμένου ακτινοδιαγνώστη ιατρού, με εμπειρία στις παθήσεις του μυοσκελετικού, και του παθολόγου-ογκολόγου, ο οποίος θα αναλάβει τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής θεραπείας αλλά και τη γενικότερη διαχείριση των διαφόρων παθολογικών θεμάτων, που ενδεχομένως να προκύψουν κατά τη θεραπεία του ασθενούς.
Ακολούθως, ο ειδικά εκπαιδευμένος χειρουργός ορθοπαιδικός, με την πολύτιμη βοήθεια του παθολογοανατόμου, που ασχολείται επισταμένα με τις παθήσεις του μυοσκελετικού, προβαίνει οπωσδήποτε σε βιοψία για τον περαιτέρω χαρακτηρισμό της βλάβης, και ακολούθως στη θεραπεία, η οποία μπορεί να απαιτεί επιπρόσθετη συνεργασία και συντονισμό με άλλες ειδικότητες, ιατρικές ή μη.
Οι όγκοι του μυοσκελετικού παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία τόσο στην κλινική όσο και στην απεικονιστική τους εμφάνιση, με αποτέλεσμα να συγχέονται συχνά με άλλες καλοήθεις καταστάσεις, όπως π.χ. οι λοιμώξεις.
Λόγω της μικρής επίπτωσης των όγκων του μυοσκελετικού, η εμπειρία που αποκτά ένας ιατρός, που αντιμετωπίζει περιστασιακά έναν τέτοιο ασθενή, είναι τελικά σε βάθος χρόνου μικρή και έτσι απαιτείται εξειδικευμένη εκπαίδευση τόσο για τη διάγνωση, όσο και για τη θεραπεία αυτών των μυοσκελετικών όγκων.
Συχνά μάλιστα ο ιατρός που διενεργεί τη βιοψία είναι διαφορετικός από αυτόν που τελικά αντιμετωπίζει χειρουργικά τον ασθενή, κάτι που δημιουργεί πρόσθετες τεχνικές δυσκολίες ή οδηγεί σε λάθος αντιμετώπιση.
Η εξαίρεσή των όγκων του μυοσκελετικού και η αποκατάσταση της λειτουργικότητας του ασθενή ενδέχεται να παρουσιάζει ειδικές τεχνικές δυσκολίες, όπως π.χ. η αποκατάσταση αγγείων ή νεύρων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, η αποκατάσταση του σκελετού είναι περίπλοκη και αφορά εξαιρετικώς βαρείες επεμβάσεις της Ορθοπαιδικής Χειρουργικής.
Η πρώτη συνήθης ερώτηση που απευθύνει ο ασθενής αφορά το αν η διάγνωση είναι «καλοήθεια ή κακοήθεια».
Δυστυχώς όμως, ο ορισμός αυτός αποδεικνύεται συχνά ανεπαρκής, καθώς ένας καλοήθης ιστολογικά όγκος μπορεί να παρουσιάσει εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά με επανειλημμένες υποτροπές και να απειλήσει μέχρι και τη ζωή του ασθενή, ενώ αντίθετα υπάρχουν όγκοι ιστολογικά κακοήθεις, οι οποίοι όμως αν αντιμετωπιστούν εξαρχής σωστά παρουσιάζουν μία εξαιρετική πορεία και μπορεί να μιλάμε για πλήρη ίαση του ασθενή.
Στη διαγνωστική διαδικασία των ασθενών με όγκους του μυοσκελετικού ακολουθείται διεθνώς μία ιεραρχημένη προσέγγιση, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία από το ιστορικό και τη φυσική εξέταση (ηλικία ασθενή, εντόπιση και υφή όγκου, χαρακτήρες του πόνου), αλλά και από τα απεικονιστικά ευρήματα (απλή ακτινογραφία, αξονική τομογραφία με σκιαγραφικό, μαγνητική τομογραφία, τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων - PET scan).
Από τη μελέτη των ανωτέρω, ο χειρουργός που θα πραγματοποιήσει τη βιοψία για τη λήψη υλικού και τη διενέργεια παθολογοανατομικής εξέτασης, θα πρέπει να έχει στο νου του μία πρώτη ομάδα πιθανών διαγνώσεων, ώστε το αποτέλεσμα της ιστολογικής να έρθει κατά το δυνατόν επιβεβαιωτικά.
Η σημασία έγκειται στο γεγονός ότι διαφορετικά προσεγγίζεται ένας επιθετικός όγκος του μυοσκελετικού από έναν πιο αργής ανάπτυξης. Το γεγονός δε αυτό αποκτά μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα αν η βλάβη γειτνιάζει με ευγενή μαλακά μόρια όπως είναι τα αγγεία και τα νεύρα.
Τα όρια της εκτομής θα πρέπει να μην έχουν κύτταρα του όγκου και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του μέλους, εφόσον αυτό είναι δυνατό.
Επομένως, η σύγχρονη τάση στη Μυοσκελετική Ογκολογία είναι η κλειστή βιοψία δια βελόνης και οι επεμβάσεις διάσωσης μέλους, ενώ οι ακρωτηριασμοί είναι πλέον σπάνιοι, ακόμα και για πολύ επιθετικούς όγκους.