Διαταραχών Ύπνου Ιατρείο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Ιατρείο Διαταραχών Ύπνου/εγρήγορσης SOMNIO του Ιατρικού Ψυχικού δημιουργήθηκε στα πρότυπα σημαντικών αναλόγων κέντρων του εξωτερικού, με σκοπό όχι μόνο τη διάγνωση και τη θεραπεία του συνόλου των διαταραχών ύπνου, αλλά και τη διερεύνηση και αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων της ημέρας όπως ανεξήγητη κόπωση, υπνηλία, χαμηλές επιδόσεις κλπ. Για αυτόν τον σκοπό, πάντοτε στα πρότυπα κέντρων του εξωτερικού, διερευνώνται και αντιμετωπίζονται όλες οι παθήσεις και μάλιστα εξατομικευμένα με τη συνεργασία ειδικών επαγγελματιών της ιατρικής του ύπνου.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στο Ιατρείο πραγματοποιείται η διαγνωστική και θεραπευτική προσπέλαση κάθε διαταραχής ύπνου με τη βοήθεια σύγχρονου, πρωτοποριακού και καινοτόμου υλικοτεχνικού εξοπλισμού. Πραγματοποιείται πλήρης Video-πολυπαραμετρική μελέτη ύπνου (Video-PSG) συνεχώς επιτηρούμενη από εκπαιδευμένο τεχνικό του ύπνου, απαραίτητη για τη διάγνωση αναπνευστικών διαταραχών του ύπνου (ροχαλητό, υπνική άπνοια), κινητικών νυκτερινών φαινομένων (υπνοβασία και άλλες παραϋπνίες, περιοδικές κινήσεις των κάτω άκρων/νόσος ανήσυχων άκρων, αλλά και νυκτερινών παροξυσμικών επεισοδίων επιληπτικών και μη, με τη χρήση εκτεταμένου ΗΕΓ montage και τη διάγνωση από επιληπτολόγο).

Η διαγνωστική προσπέλαση για τις αναπνευστικές διαταραχές γίνεται ακόμη πιο εύκολη με το για πρώτη φορά παρουσιαζόμενο στην Ελλάδα καινοτόμο εργαλείο τεχνολογίας Pat, ενώ για την αντιμετώπιση πιθανής υπνικής άπνοιας ή ροχαλητού, ο ειδικός ιατρός του ύπνου επικουρείται από οδοντίατρο-προσθετολόγο εξειδικευμένο στις αναπνευστικές διαταραχές του ύπνου. Η διάγνωση και αντιμετώπιση της αϋπνίας πραγματοποιείται με την χρήση κινησιογράφων (actigraphy) τελευταίας τεχνολογίας και την συνεργασία του ειδικού ιατρού του ύπνου με ειδικό ψυχολόγου του ύπνου.

Τέλος, διερευνώνται ενδελεχώς η παθολογική ημερήσια υπνηλία & κόπωση (όπως στην περίπτωση της ναρκοληψίας), η δυσχέρεια στην επιτυχή ρύθμιση αρτηριακής πίεσης, σακχάρου και άλλων καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, οι χαμηλές επιδόσεις στην εργασία και εκπαίδευση, οι αναφερόμενες διαταραχές στην προσοχή, συγκέντρωση και μνήμη, εφόσον οι κλασικοί έλεγχοι δεν έχουν αποδώσει τα προσδοκώμενα. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούνται πρωτοποριακά εργαλεία τόσο με βάση τις καταγραφικές τεχνικές MSLT-Multiple Sleep Latency Test και MWT-Multiple Wakefulness Test, όσο και με βάση το computer assisted software – SART: Sustained Attention Response Test).

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Οι αναπνευστικές διαταραχές του ύπνου (το ροχαλητό, το σύνδρομο αυξημένων αντιστάσεων των ανώτερων αεραγωγών και η άπνοια ύπνου) είναι οι πιο συχνές διαταραχές του ύπνου μαζί με την αϋπνία. Το ροχαλητό ή το σύνδρομο αυξημένων αντιστάσεων των ανώτερων αεραγωγών βρίσκονται και τα δύο στον «προθάλαμο» της υπνικής άπνοιας. Υπολογίζεται ότι πάνω από το 25% των ανδρών και το 9% των γυναικών ηλικίας 30-60 ετών ροχαλίζει, ενώ τα ποσοστά αυξάνονται με την αύξηση της ηλικία (ειδικά στις γυναίκες). Αναλόγως φαίνεται ότι το σύνδρομο άπνοιας ύπνου (ΣΑΥ), λόγω του δυτικού τρόπου ζωής, αναδεικνύεται σε μια πραγματική επιδημία. Ως άπνοια ύπνου, ορίζεται η περιοδική διακοπή της αναπνοής (απόφραξη στο επίπεδο του φάρυγγα) κατά τον ύπνο για τουλάχιστον δέκα δευτερόλεπτα, η οποία συνοδεύεται από πτώση του οξυγόνου στο αίμα (αποκορεσμός της αιμοσφαιρίνης) με αποτέλεσμα την κακή οξυγόνωση των ιστών (π.χ. του εγκεφάλου).

Οι διακοπές αυτές της αναπνοής μέσα στη νύχτα, μπορεί να είναι λίγες, αλλά μπορεί να είναι ακόμη και εκατοντάδες.Έτσι το ροχαλητό ή άπνοιες μέχρι 5/ώρα θεωρούνται εντός των φυσιολογικών ορίων. Μιλάμε για ΣΑΥ εφόσον οι άπνοιες ξεπερνούν τις 5/ώρα. Συγκεκριμένα, ΣΑΥ ορίζεται είτε εφόσον υπάρχουν 5 ή και περισσότερες άπνοιες και συνυπάρχουν συμπτώματα όπως ημερήσια κόπωση/υπνηλία, κατάθλιψη, διαταραχές στην μνήμη/συγκέντρωση/προσοχή ή καρδιαγγειακές νόσοι, είτε εάν οι άπνοιες είναι >15/ώρα χωρίς καν συνοδά συμπτώματα. Ανάλογα της βαρύτητας του, κατατάσσεται σε ήπιο (5-15 άπνοιες/ώρα), μέτριο (15-30 άπνοιες/ώρα), σημαντικό (> 30 άπνοιες/ώρα). Το ΣΑΥ είναι μια πραγματική επιδημία και υπολογίζεται ότι περίπου 15% των ανδρών και περίπου 5% των γυναικών πάσχουν από αυτό, ενώ εάν αν ορίσουμε την υπνική απνοια ως πάθηση (και όχι ως σύνδρομο) όταν υπάρχουν 5 ή και περισσότερες άπνοιες την ώρα, τότε τα ποσοστά εκτοξεύονται ακόμη και στο 50% ή και παραπάνω ειδικά σε κάποιες ομάδες πληθυσμού.

Η αιτιολογία για το ΣΑΥ είναι πολυπαραγοντική και αφορά σε απόφραξη των ανώτερων αεραγωγών στο ύψος του φάρυγγα και όχι κάπου αλλού (π.χ. στην μύτη). Οι αιτίες της απόφραξης είναι αλλοιώσεις ανατομικές (εγγενείς όπως π.χ. οι υπερτροφικές αμυγδαλές, αλλά και επίκτητες όπως η παχυσαρκία που προκαλεί και αυτή «συμφόρηση» στην περιοχή) ή ο ελαττωμένος νευρομυϊκός τόνος με μειωμένη ικανότητα σύσπασης των φαρυγγικών μυών με αποτέλεσμα την απόφραξη του φάρυγγα.

Υπάρχουν δύο τύποι άπνοιας ύπνου, η αποφρακτική και η κεντρική. Η αποφρακτική που είναι και η πιο συχνή μορφή άπνοιας, αφορά σε περιοδική απόφραξη των ανώτερων αεραγωγών του φάρυγγα και ως ελέχθη, σχετίζεται κατά βάση με ανατομικούς λόγους της περιοχής. Εν ολίγοις, υπάρχει αναπνευστική προσπάθεια από τους αναπνευστικούς μυς (θωρακικούς και το διάφραγμα), αλλά παρατηρείται απόφραξη στο επίπεδο του φάρυγγα. Το επεισόδιο λύεται με την απόφραξη του φάρυγγα με χαρακτηριστικής έντασης και ήχου βαθειά εισπνοή (ομοιάζει με πνιγμό). Η κεντρικού τύπου άπνοια έχει διαφορετική φύση. Σε αυτή την περίπτωση εκτός της απόφραξης του φάρυγγα δεν παρατηρείται καμία προσπάθεια από πλευράς των αναπνευστικών μυών (καμία κίνηση δηλαδή της κοιλιάς και του θώρακα). Η κεντρικού τύπου άπνοια δε συνδέεται τόσο με ανατομικά στοιχεία/χαρακτηριστικά όπως η αποφρακτικού τύπου άπνοια, αλλά με καρδιοπάθειες (καρδιακή ανεπάρκεια, αρρυθμίες κλπ) και με βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Τα συμπτώματα του ΣΑΥ χωρίζονται σε νυκτερινά και ημερήσια. Έτσι, το διακεκομμένο έντονο ροχαλητό (ειδικά εάν ακούγεται σε παρακείμενο χώρο από όπου κοιμάται ο ασθενής), οι παύσεις της αναπνοής με συνοδό αιφνίδια αφύπνιση με αίσθημα πνιγμού, ο ανήσυχος ύπνος με συχνές αφυπνίσεις, ο νυκτερινός ιδρώτας, η νυκτερινή ενούρηση (νυκτουρία) και κυρίως το αίσθημα ύπνου μη αναζωογονητικού στην αφύπνιση ανεξαρτήτως των ωρών ύπνου, αποτελούν τα πιο συχνά νυκτερινά συμπτώματα του ΣΑΥ. Τα ημερήσια συμπτώματα χαρακτηρίζονται από το αίσθημα ξηροστομίας και καρυβαρίας (πονοκεφάλου/θολούρας) κατά την αφύπνιση. Το τελευταίο μπορεί να παραμείνει και για αρκετά μεγάλο μέρος της ημέρας και έχει να κάνει με τη νυκτερινή υποξυγοναιμία και την παράλληλη αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, ημερήσια υπνηλία, εύκολη κόπωση, συχνή ανάγκη για ξεκούραση/ανάπαυση, δυσκολία στην συγκέντρωση, προσοχή και δυσκολία στην μνήμη και στον προσανατολισμό/πράξεις, ευερεθιστότητα και κακή διάθεση αλλά και πιθανή σεξουαλική δυσλειτουργία είναι συχνά συμπτώματα στα πλαίσια του ΣΑΥ. Τέλος, για ατελή ρύθμιση αρτηριακής πίεσης, σακχάρου αλλά και δυσχέρεια στην απώλεια βάρους, πιθανά να ευθύνεται το ΣΑΥ.

Στη διαφορική διάγνωση του ΣΑΥ υπεισέρχονται άλλες διαταραχές του ύπνου που μπορεί να προκαλούν αιφνίδιες αφυπνίσεις με αίσθημα πνιγμού, όπως οι νυκτερινές κρίσεις πανικού, φαινόμενα παραϋπνίας, νυκτερινές επιληπτικές κρίσεις ή παθήσεις ουρολογικές (π.χ. του προστάτη) για τη νυκτουρία ή για πιθανή σεξουαλική δυσλειτουργία, ή κεφαλαλγία στα πλαίσια της νευρολογίας για την πρωινή καρυβαρία. Καθώς, συχνά ο ασθενής μπορεί να κοιμάται μόνος ή ο σύντροφος στο κρεβάτι να μην αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ΣΑΥ, το μεγάλο ζήτημα είναι η εύστοχη διάγνωση του ΣΑΥ μέσω των σημαντικών ημερήσιων συμπτωμάτων (υπνηλία, εύκολη κόπωση, ευερεθιστότητα, κακή διάθεση, δυσκολία στην μνήμη/συγκέντρωση/προσοχή). Τέλος, δυσκολία στη ρύθμιση αρτηριακής πίεσης, σακχάρου και σωματικού βάρους θα πρέπει να κατευθύνει και σε ένα αρρύθμιστο ΣΑΥ.

Η θεραπεία του ΣΑΥ έχει να κάνει με τη βαρύτητα αυτού. Έτσι, το ροχαλητό, το σύνδρομο αυξημένων αντιστάσεων των ανώτερων αεραγωγών αλλά και το ΣΑΥ ήπιας βαρύτητας συχνά θεραπεύονται με συμβουλευτική που αφορά σε αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις υπνικές συνήθειες, ή με την εφαρμογή ειδικών ενδοσταματικών προθέσεων («μασελάκια»). Για μεγαλύτερης βαρύτητας ΣΑΥ οι επιλογές είναι τα «μασελάκια», ο  μη επεμβατικός μηχανικός αερισμός θετικής πίεσης (CPAP), αλλά ακόμη και το βαριατρικό χειρουργείο. Επεμβάσεις ΩΡΛ στο ΣΑΥ γίνονται σε επιλεγμένα περιστατικά βάσει ενδείξεων (κυρίως σε περιπτώσεις υπερτροφικών αμυγδαλών).

Η πιο συχνή διαταραχή του ύπνου, αλλά και ίσως και το πιο συχνό αναφερόμενο πρόβλημα υγείας μετά τον πόνο, είναι η αϋπνία. Ενώ ο καθένας αυθόρμητα αντιλαμβάνεται τι είναι η αϋπνία, ο ακριβής ορισμός της δεν είναι αυτονόητος. Ως αϋπνία, κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ορίζεται η δυσκολία στην έναρξη ή στη διατήρηση του ύπνου (που περιλαμβάνει και την πρώιμη πρωινή αφύπνιση) καθώς και η κακή ποιότητα αυτού (έλλειψη αναζωογονητικού ύπνου), με συνοδά ημερήσια συμπτώματα (κυρίως κόπωση, κακή διάθεση, εκνευρισμό, δυσκολία στην προσοχή, συγκέντρωση, μνήμη).

Για να γίνει διάγνωση χρόνιας αϋπνίας θα πρέπει τα συμπτώματα να εμφανίζονται τουλάχιστον 3 φορές/βδομάδα και για τουλάχιστον 3 μήνες (ειδάλλως μιλάμε για οξεία-επεισοδική αϋπνία). Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν βιώσει περιστασιακό πρόβλημα αϋπνίας. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι χρόνιο πρόβλημα αϋπνίας αντιμετωπίζει περίπου το 15-30% του γενικού πληθυσμού, ενώ τα 2/3 αυτών δεν απευθύνεται ποτέ σε γιατρό για αυτό. Η συχνότητα της αϋπνίας είναι αυξημένη στις γυναίκες, στους εργαζόμενους γραφείου, αλλά αυξάνεται επίσης και με την ηλικία και έτσι πάνω από το 50% των ηλικιωμένων παραπονείται για αϋπνία.

Με την προηγούμενη ταξινόμηση, η αϋπνία κατατάσσοταν ως πρωτοπαθής (ιδιοπαθής) είτε δευτεροπαθής σε άλλες παθήσεις π.χ. σε συναισθηματικές διαταραχές, σε καρδιαγγειακά νοσήματα (στεφανιαία νόσο, αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια), σε διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος (Χ.Α.Π, Άσθμα, ρινική απόφραξη ποικίλης αιτιολογίας), σε χρόνιους πόνους και ρευματοπάθειες, σε διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος (Γ.Ο.Π., διαφραγματοκήλη, έλκος, δυσπεψία), σε διαταραχές του ουροποιητκού (πολυουρία-συχνοουρία ποικίλης αιτιολογίας), σε διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος (θυρεοειδοπάθεια, φαιοχρωμοκύττωμα), σε διαταραχές του νευρικού συσστήματος (εκφυλιστικά νοσήματα) αλλά και σε άλλες πρωτοπαθείς διαταραχές του ύπνου όπως είναι η νόσος ανήσυχων άκρων ή το σύνδρομο άπνοιας ύπνου). Τέλος, αϋπνία μπορεί να είναι δευτεροπαθής σε φαρμακευτικές αγωγές (φάρμακα με δράση στο Κ.Ν.Σ., π.χ. κάποια αντικαταθλιπτικά, αντιχολινεργικά, αντιυπερτασικά (κλονιδίνη, β-αναστολείς, διουρητικά), συμπαθομιμητικές αμίνες (βρογχοδιασταλτικά, θεοφυλλίνη, αποσυμφορητικά). Με την καινούργια ταξινόμηση η αϋπνία θεωρείται μια ενιαία νοσολογική οντότητα ανεξαρτήτου αιτιολογίας και ως νόσος αντιμετωπίζεται.

Ανεξαρτήτου αιτίας, έχει παρατηρηθεί ότι η χρόνια στέρηση ύπνου (λιγότερο από 7 ώρες ύπνος/ημέρα) συνδέεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη αϋπνίας εκτός από εμφανείς επιπτώσεις στις νοητικές δεξιότητες (προκαλεί ελλείμματα μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης και μειωμένη ταχύτητα αντίδρασης με ακόλουθη μειωμένη απόδοση στις εργασιακές ή μαθητικές επιδόσεις, αλλά και με σοβαρό κίνδυνο για ατυχήματα), προκαλεί και δομικές εγκεφαλικές αλλαγές. Λειτουργική νευροαπεικόνιση (fMRI) ανέδειξε υποαιμάτωση στις έσω και κάτω προμετωπιαίες περιοχές σε ασθενείς με πρωτοπαθή αϋπνία. Η ύπαρξη της αϋπνίας είναι από μόνη της ανεξάρτητος προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών όπως κατάθλιψη και άγχος. Τέλος, υπάρχει σαφής σύνδεση της αϋπνίας με την εμφάνιση ή την επιδείνωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Έτσι, άνθρωποι που στερούνται ύπνο αποκτούν πιο εύκολα αρτηριακή υπέρταση ενώ φαίνεται ότι ακόμη και ο καρδιακός ρυθμός σε 24ωρη βάση είναι πιο αυξημένος. Οι ενδείξεις των επιπτώσεων της στέρησης ύπνου στο ενδοκρινικό σύστημα και στον μεταβολισμό αυξάνονται όλο και πιο πολύ. Έτσι, στέρηση ή/και κακή ποιότητα ύπνου σχετίζεται με αύξηση του σωματικού βάρους και παχυσαρκία αλλά και με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη.

Αφού γίνει η διάγνωση της αϋπνίας, του χρονότυπου αυτής και μελετηθεί ο «κύκλος ύπνος-εγρήγορση» για 7 με 14 μέρες μέσω της ακτιγραφίας (ή και με πολυπαραμετρική μελέτη ύπνου εάν χρειάζεται), καθορίζεται η θεραπευτική στρατηγική. Μια παροδική αϋπνία (με διάρκεια λιγότερη του 1-3 μηνών) μπορεί και να μην απαιτεί θεραπεία. Η ήπια αϋπνία συχνά μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευθεί με την υιοθέτηση ορθών κανόνων υγιεινής του ύπνου. Αν η αϋπνία δυσκολεύει τη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, επειδή υπάρχει κυρίως υπνηλία και κούραση, ο ειδικός ιατρός ύπνου σε συνεργασία με τον ειδικό ψυχολόγο του ύπνου (με κατεύθυνση την αϋπνία) μπορούν να βοηθήσουν. Η θεραπεία για τη χρόνια αϋπνία περιλαμβάνει πρώτα τη θεραπεία τυχόν υποκείμενων καταστάσεων ή προβλήματων υγείας που προκαλούν την αϋπνία. Αν η αϋπνία συνεχίζεται, ο ειδικός μπορεί να προτείνει φαρμακευτική αγωγή για χρόνια χρήση συνήθως σε συνδυασμό με θεραπεία συμπεριφοράς. Αυτές οι προσεγγίσεις βοηθούν στην αλλαγή συμπεριφορών που μπορεί να επιδεινώνουν την αϋπνία και την υιοθέτηση συμπεριφορών που προάγουν τον ύπνο.

Η ναρκοληψία και η ιδιοπαθής υπερυπνία (που είναι πιο σπάνια νόσος) είναι  οι σημαντικότερες μορφές «κεντρικού» (δηλαδή νευρολογικής αιτίας) τύπου υπερυπνίας. Αυτές οι νόσοι επηρεάζουν βαρύτατα τον έλεγχο του ύπνου και της εγρήγορσης. Οι άνθρωποι με ναρκοληψία βιώνουν υπερβολική ημερήσια υπνηλία και ανεξέλεγκτα επεισόδια ύπνου κατά τη διάρκεια της ημέρας, παρά τις επαρκείς ώρες ύπνου. Αυτές οι απότομες "επιθέσεις" ύπνου μπορεί να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια κάθε είδους δραστηριότητας (ακόμη και σε εκείνες που κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να είναι σε πλήρη εγρήγορση π.χ. στην οδήγηση ή όταν μιλάει, τρώει κλπ) και σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας.  Ο επιπολασμός της ναρκοληψίας είναι περίπου 1 σε κάθε 2.500 ανθρώπους, ενώ η ιδιοπαθής υπερυπνία είναι 10 φορές πιο σπάνια. Ο κίνδυνος εμφάνισης ναρκοληψίας είναι ακόμη μεγαλύτερος σε συγγενείς πρώτου βαθμού. Η ναρκοληψία μπορεί να εμφανιστεί σε ανθρώπους όλων των ηλικιών, αλλά το κύριο σύμπτωμα αυτής (η ημερήσια υπνηλία) ξεκινά συνήθως στην εφηβεία ή στη δεκαετία των είκοσι, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, η ναρκοληψία παραμένει αδιάγνωστη και φυσικά ο ασθενής δε λαμβάνει θεραπεία.

Για πολλά χρόνια υπήρχε η αμφιβολία εάν η ναρκοληψία ήταν αυτοάνοσης ή νευροεκφυλιστικής αιτιολογίας. Μόλις το 2018 επιβεβαιώθηκε τελικά η αυτοάνοση φύση αυτής. Ο αυτοάνοσος μηχανισμός έχει σαν στόχο ένα μικρό πληθυσμό νευρώνων (περί τους 15.000) που εδράζουν στο πλάγιο υποθάλαμο και που παράγουν το νευροπεπτίδιο «υποκρετίνη» ή «ορεξίνη» και που καταστρέφοντάς τους, παύει και η παραγωγή αυτού του νευροπεπτιδίου.  Η λειτουργία της ορεξίνης είναι ο κύριος σηματοδότης/βηματοδότης της εγρήγορσης και συνεπώς τα χαμηλά ή μη ανιχνεύσιμα επίπεδά της, προκαλούν την  εμφάνιση επεισοδίων ακαταμάχητης και παθολογικής υπνηλίας. Ναρκοληψία μπορεί να εμφανισθεί συνεπεία βλαβών του κεντρικού νευρικού συστήματος (όγκοι, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, σκλήρυνση κατά πλάκας και άλλες νευροεκφυλιστικές νόσοι) στην περιοχή του πλαγίου υποθαλάμου. Η αιτιολογία της ιδιοπαθούς υπερυπνίας είναι εν πολλοίς άγνωστη και αφορά σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Η διάγνωση της ναρκοληψίας βασίζεται στη «Ναρκοληπτική Τετράδα» συμπτωμάτων, που συχνά όμως μπορεί να υπάρχουν μέρος αυτών:

Υπερβολική ημερήσια υπνηλία (EDS) - Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με ναρκοληψία βιώνουν αυτό το σύμπτωμα. Σε γενικές γραμμές, η ημερήσια υπνηλία παίζει σημαντικό και επιβαρυντικό ρόλο στις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες (εργασία, σχολείο, κλπ), είτε έχουν είτε δεν έχουν οι ασθενείς επαρκή ύπνο τη νύχτα. Οι άνθρωποι με ημερήσια υπνηλία αναφέρουν ψυχική θολότητα, έλλειψη ενέργειας και συγκέντρωσης, διαταραχές στη μνήμη, μια καταθλιπτική διάθεση, ή ακραία/υπερβολική εξάντληση.

Καταπληξία - Αυτό το σύμπτωμα χαρακτηρίζεται από μια ξαφνική απώλεια του μυϊκού τόνου που οδηγεί σε αισθήματα αδυναμίας και απώλεια του εκούσιου ελέγχου των μυών. Ο μυϊκός τόνος χάνεται ως αντίδραση σε έντονα συναισθήματα, όπως γέλιο/αστεία, έκπληξη, ή θυμό. Συμβάντα καταπληξίας μπορεί να συμβαίνουν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Η σοβαρότητα των συμβάντων αυτών κυμαίνεται από μια σύντομη κάμψη των γονάτων ή χαλαρότητα στο σαγόνι μέχρι ολική παράλυση με πτώση στο έδαφος. Η καταπληξία συνήθως διαρκεί από λίγα δευτερόλεπτα έως αρκετά λεπτά. Η συχνότητα των συμβάντων καταπληξίας ποικίλει από μερικά στη διάρκεια της ζωής σε πολλά ανά ημέρα. Η καταπληξία εμφανίζεται σε τουλάχιστον 60% των ατόμων με ναρκοληψία.

Υπνική παράλυση - Αυτό το σύμπτωμα παρουσιάζεται συνήθως στην πρωινή αφύπνιση και χαρακτηρίζεται από προσωρινή αδυναμία κίνησης ή ομιλίας (ή ακόμη και ανοίγματος των οφθαλμών). Υπάρχει συχνά η αίσθηση ότι ο ασθενής δεν είναι σε θέση να αναπνεύσει, κάτι που μπορεί να είναι τρομακτικό. Τα επεισόδια της παράλυσης ύπνου συνήθως υποχωρούν μέσα σε λίγα λεπτά και βιώνονται από περίπου 60% των ναρκοληπτικών ασθενών.

Ψευδαισθήσεις - Συνήθως, αυτές οι παραληρητικές εμπειρίες είναι ζωντανές και συχνά είναι τρομακτικές. Οι ψευδαισθήσεις εμφανίζονται κατά την έναρξη του ύπνου (υπναγωγικές) ή κατά την αφύπνιση (υπνοπομπικές). Παραδείγματα αποτελούν η αίσθηση κάποιου ατόμου ή παρουσίας στο δωμάτιο, η αίσθηση θορύβων, ομιλιών, τα αισθήματα του μετεωρισμού και η αίσθηση ότι μας αγγίζει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Ψευδαισθήσεις αυτού του είδους συμβαίνουν σε περίπου 60% των ασθενών με ναρκοληψία.

Πέραν της «ναρκοληπτικής τετράδας», οι ασθενείς με ναρκοληψία παρουσιάζουν διαταραγμένο νυκτερινό ύπνο (ελαφρύ και κατακερματισμένο από πολλές αφυπνίσεις) σε ποσοστό 60% έως 90% των ασθενών. Τέλος, οι ασθενείς αυτοί συχνά πάσχουν από «αυτοματική συμπεριφορά». Κάνουν δηλαδή πράξεις με περιορισμένο βαθμό συνείδησης καθώς η εγρήγορση (και συνεπώς και η συνείδηση) είναι ενίοτε περιορισμένες.

Το κύριο σύμπτωμα της ιδιοπαθούς υπερυπνίας είναι η ανάγκη για παρατεταμένη διάρκεια ωρών ύπνου (>11/ημέρα) με αφύπνιση συχνά με αίσθημα «μέθης»/σύγχυσης που διαρκεί για αρκετή ώρα. Επίσης, οι ύπνοι μέσα στην ημέρα, σε αντίθεση με τη ναρκοληψία, δεν έχουν αναζωογονητικό χαρακτήρα.

Η διάγνωση αλλά και διαφοροδιάγνωση των παθήσεων κεντρικού τύπου υπερυπνίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη και απαιτεί νευρολόγο εξειδικευμένο σε αυτές τις διαταραχές και κέντρο ύπνου με δυνατότητα διάγνωσης/αντιμετώπισης αυτών. Μια σειρά παθήσεων, όπως η επιληψία, συγκοπτικά/λιποθυμικά επεισόδια, ψυχιατρικές νόσοι είναι οι πιο συχνές νόσοι που τίθενται στη διαφοροδιάγνωση. 

Η θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτικές και μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις με έμφαση στην υγιεινή του ύπνου αλλά και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις.

 

Το σύνδρομο ανήσυχων άκρων (Restless Legs Syndrome - RLS) είναι μια νευρολογική κινητική διαταραχή του ύπνου που προκαλεί μια έντονη, συχνά ακατανίκητη επιθυμία για κίνηση των άκρων (συνηθέστερα των κάτω άκρων), που συχνά συνοδεύεται από διάφορες αισθήσεις (παραισθησίες) στα άκρα, όπως δυσφορία, μούδιασμα, τράβηγμα, κάψιμο, ή πόνο. Αυτή η αίσθηση προκαλείται όταν είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι ή είναι σε καθιστή θέση, όπως π.χ. κατά την οδήγηση, στο θέατρο ή όταν βλέπει τηλεόραση. Ενίοτε μπορεί να εμφανισθεί και ως ακούσια απότομη κίνηση/τίναγμα των κάτω άκρων, πάντοτε σε ακινησία. Το RLS τυπικά εμφανίζεται τις απογευματινο-βραδινές ώρες με κορύφωση γύρω στα μεσάνυκτα, γεγονός που δυσκολεύει τον ύπνο, ενώ τα συμπτώματα αρχίζουν να υφίονται από τις 02.00 και μετά. Συχνά, τα άτομα με σύνδρομο ανήσυχων άκρων προκειμένου να ανακουφιστούν από αυτήν τη δυσάρεστη αίσθηση. αναγκάζονται να κουνήσουν, τρίψουν, μαλάξουν τα πόδια ή ακόμη και να εγερθούν και να περπατήσουν . Το σύνδρομο αήσυχων άκρων είναι μια συχνή διαταραχή του ύπνου (5% έως 10% του πληθυσμού πάσχει από αυτήν), ενώ στο 90% των περιπτώσεων RLS, συνυπάρχουν και περιοδικές κινήσεις των κάτω άκρων (Periodic Leg Movements PLM), οι οποίες χαρακτηρίζονται από συχνή (περιοδική) τριπλή κάμψη του πέλματος στην κνήμη και της κνήμης στον μηρό κατά τη διάρκεια του ύπνου, που επιφέρουν  κατακερματισμό του ύπνου λόγω των εγέρσεων και των αφυπνίσεων. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, μπορούν να έχουν RLS. Ωστόσο, το σύνδρομο εκδηλώνεται συνήθως σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας και στις γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες.

Σε 50% των ασθενών, η διαταραχή θεωρείται ότι είναι γενετική. Η πιθανότητα ανάπτυξης RLS αυξάνει κατά τρεις με έξι φορές, όταν ένας άμεσος συγγενής πάσχει από τη διαταραχή. Επίσης, οι ασθενείς αυτοί έχουν την τάση να εμφανίζουν συμπτώματα νωρίτερα στη ζωή τους (πριν την ηλικία των 45) από ό, τι τα άτομα με σύνδρομο ανήσυχων άκρων χωρίς τη γενετική προδιάθεση.

Άλλα ιατρικά προβλήματα που μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη του RLS περιλαμβάνουν την έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενική αναιμία), τη νόσο του Parkinson, τη νεφρική ανεπάρκεια (και κυρίως η αιμοκάθαρση), το διαβήτη, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, και την περιφερική νευροπάθεια (μία ασθένεια του νευρικού συστήματος που επηρεάζει τα νεύρα των άκρων). Οι έγκυες γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν τα συμπτώματα του RLS συνήθως μετά την 20ή εβδομάδα κύησης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, μείζονα ηρεμιστικά/αντιψυχωσικά, αντιισταμινικά, ή φάρμακα για τη ναυτία-ίλιγγο μπορεί να εμφανίσουν RLS. Το RLS συνδέεται ιδιαίτερα με την αϋπνία. Το RLS συχνά οδηγεί σε αϋπνία, καθώς και σε ημερήσια υπνηλία, ευερεθιστότητα, και διαταραχές της συγκέντρωσης, που προέρχονται από έναν ανήσυχο, κατακερματισμένο και μη ποιοτικό νυχτερινό ύπνο.

Η διάγνωση της διαταραχής είναι ως επί το πλείστον κλινική. Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του Συνδρόμου Ανήσυχων Άκρων, οι ασθενείς πρέπει να έχουν τα τέσσερα ακόλουθα συμπτώματα:

• Μια παρότρυνση ή επιθυμία να κουνήσουν τα πόδια τους, συνήθως συνοδευόμενη από δυσάρεστες ή ανεπιθύμητες αισθήσεις όπως μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, κάψιμο, φαγούρα, αίσθημα πόνων ή κράμπες .

• Η παρόρμηση να κινηθούν ή οι δυσάρεστες αισθήσεις αρχίζουν ή επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπαυσης ή μη, όπως όταν κάθονται μπροστά στην τηλεόραση ή ταξιδεύουν με ένα αυτοκίνητο ή με αεροπλάνο.

• Η δυσάρεστη αίσθηση και τα προαναφερόμενα συμπτώματα ανακουφίζονται μερικώς ή εντελώς από δραστηριότητες όπως το τέντωμα, το περπάτημα ή η άσκηση των προσβεβλημένων άκρων.

• Η δυσάρεστη αίσθηση και τα προαναφερόμενα συμπτώματα επιδεινώνονται ή εμφανίζονται κατά κανόνα το απόγευμα ή το βράδυ.

Στη διαγνωστική προσπέλαση του RLS πραγματοποιείται μια πλήρης νευρολογική εξέταση για τυχόν συνύπαρξη άλλης νευρολογικής νόσου ή νόσου του κυκλοφορικού και συχνά χρειάζονται μια σειρά από εξετάσεις αίματος για να αποκλειστούν ιατρικές παθήσεις που σχετίζονται με σύνδρομο ανήσυχων άκρων.

Η Νόσος Ανήσυχων Άκρων μιμείται πολλές νόσους και για αυτό παρότι είναι μια πολύ συχνή νόσος (5-10% του γενικού πληθυσμού και πολύ πιο συχνή σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού), πολύ συχνά είτε δε διαγιγνώσκεται είτε περνάει πολύς καιρός (ακόμη και χρόνια!) μέχρι να γίνει η διάγνωση. Η νόσος λόγω της πλούσιας συμπτωματολογίας της μιμείται πολλές άλλες νόσους.  Έτσι συχνά οι ασθενείς αποτείνονται σε ορθοπεδικό, αγγειολόγο, αγγειοχειρουργό, ρευματολόγο, παθολόγο, φυσικοθεραπευτή αντί να απευθυνθούν στον ειδικό ιατρό του ύπνου. Η διάγνωση είναι κατά βάση κλινική (σε μερικές περιπτώσεις χρειάζεται και πολυπαραμετρική μελέτη ύπνου) και εφόσον γίνει αντιμετωπίζεται εξαιρετικά.

Το RLS αντιμετωπίζεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την ένταση των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το RLS είναι μια προσωρινή διαταραχή που επιλύεται, όταν διορθωθεί η υποκείμενη κατάσταση που το προκαλεί (π.χ. εγκυμοσύνη ή σιδηροπενική αναιμία). Όμως, σε περιπτώσεις που το σύνδρομο ανήσυχων άκρων έχει γενετική βάση ή οφείλεται σε χρόνιες ιατρικές διαταραχές, και ειδικά εάν το RLS είναι επίμονο, προκαλεί αϋπνία ή προκαλεί ύπνο μη αναζωογονητικό με συνοδά ημερήσια συμπτώματα, απαιτείται ειδική φαρμακευτική θεραπεία. Οι προτιμώμενες θεραπείες είναι τα ντοπαμινεργικά φάρμακα που δρουν στη ντοπαμίνη, ένα νευροδιαβιβαστή του εγκεφάλου, που είναι γνωστό ότι είναι ανεπαρκής σε περιπτώσεις RLS. Άλλα φάρμακα είναι τα αντιεπιληπτικά, τα οπιοειδή, οι βενζοδιαζεπίνες κλπ. Τέλος, σημαντικό ρόλο στη θεραπεία του RLS παίζει και η άσκηση.

Οι παραϋπνίες είναι παθολογικά κινητικά φαινόμενα του ύπνου και παρουσιάζονται είτε κατά τη διάρκεια του ύπνου, είτε κατά την αφύπνιση από αυτόν. Οι πιο συχνές είναι η υπνοβασία, ο νυκτερινός τρόμος, οι εφιάλτες, η νυκτερινή ενούρηση, η υπνική παράλυση, η υπνολαλία και η διαταραχή συμπεριφοράς στον ύπνο REM. Χαρακτηρίζονται από ανεπιθύμητες σωματικές ή λεκτικές συμπεριφορές (ενίοτε και βίαιες προς τον ίδιο τον πάσχοντα ή τον σύντροφο στο κρεβάτι), αλλά και από άλλα φαινόμενα όπως κλάμα και κραυγές, αλλά και πιο ήπια όπως ψιθύρους και ομιλίες. Σε μερικές περιπτώσεις, υπάρχουν και πιο σύνθετα φαινόμενα όπως βάδιση, περιπλάνηση εντός και εκτός οικίας, αλλά και κατανάλωση τροφής, πάντοτε όμως χωρίς ο πάσχων να έχει συνείδηση. Οι παραϋπνίες είναι αρκετά συχνές ειδικά σε κάποιες ομάδες πληθυσμού (νήπια/παιδιά και άνδρες μέσης-τρίτης ηλικίας), όπου η συχνότητα μπορεί να είναι από 3% έως και 60%! Οι παραϋπνίες χρήζουν αντιμετώπισης ειδικά εάν διασπούν τον ύπνο και εφόσον είναι υπεύθυνες για ύπνο κακής ποιότητας/ύπνο μη αναζωογονητικό καθώς επίσης και εφόσον εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια του ασθενή ή και τρίτων.

Οι παραϋπνίες οφείλονται ή/και συνδέονται με πολλούς παράγοντες ή καταστάσεις.   Συχνά στις παραϋπνίες του ύπνου NREM υπεισέρχονται παράγοντες. Έτσι, συχνά ένα παιδί που υπνοβατεί ή παρουσιάζει συγχυτική έγερση ή νυκτερινό τρόμο έχει οικογενειακό ιστορικό (πατέρας ή μητέρα) με ανάλογα φαινόμενα. Επίσης, κάποιες παραϋπνίες συνδέονται με νευρολογικές νόσους (κυρίως με νευροεκφυλιστικά νοσήματα π.χ. νόσο Parkinson) και μπορεί να προηγούνται αρκετά χρόνια προ της εμφάνισης της νόσου. Άλλες αιτίες είναι η λήψη κάποιων φαρμάκων, η στέρηση ύπνου ή ο ύπνος κακής ποιότητας λόγω άλλης διαταραχής ύπνου (π.χ. υπνική άπνοια ή άλλα κινητικά φαινόμενα του ύπνου), όπως επίσης σημαντική αιτία εμφάνισης ή/και επιδείνωσης είναι το stress και το άγχος.

Οι παραϋπνίες αφορούν τον ύπνο NREM και τον ύπνο REM (τον ύπνο κατά τον οποίο δηλαδή βλέπουμε τα πιο πλούσια και οργανωμένα όνειρά μας). Οι παραϋπνίες NREM είναι κυρίως η υπνοβασία, η υπνοφαγία, η συγχυτική έγερση και ο νυκτερινός τρόμος. Κατά βάση αφορούν την παιδική ηλικία, αλλά μπορούν να συνεχίσουν στην ενήλικο ζωή. Εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα στα δύο φύλα και χαρακτηρίζονται από απότομη αφύπνιση συνήθως από το στάδιο ύπνου βραδέων κυμάτων (στάδιο 3), οπότε και ξεκινά μια αρκετά σύνθετη και πολύπλοκη κινητική φαινομενολογία που μπορεί να διαρκέσει από λίγα έως πολλά λεπτά και κατά τη διάρκεια των οποίων δεν υπάρχει (ή είναι ελάχιστη) η συνείδηση, ενώ συνήθως το επόμενο πρωινό ο ασθενής δεν έχει ανάμνηση του συμβάντος. Η συχνότητα εμφάνισης είναι από λίγες φορές τη βδομάδα έως λίγες φορές τον μήνα, ενώ σπανιότατα υπάρχουν δύο διαφορετικά επεισόδια μέσα στο ίδιο βράδυ. Οι παραϋπνίες του ύπνου REM, εμφανίζονται στον ύπνο REM (ύπνο ταχέων οφθαλμικών κινήσεων, κατά τον οποίο υπάρχουν τα πιο ζωντανά και πλούσια όνειρα). Η πιο συχνή REM παραϋπνία είναι οι εφιάλτες. Οι εφιάλτες είναι ζωντανά νυχτερινά γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν αισθήματα φόβου, τρόμου, ή/και άγχος. Συνήθως, το άτομο που έχει έναν εφιάλτη ξυπνάει απότομα όντας στον ύπνο REM και είναι σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς το περιεχόμενο των ονείρων. Συνήθως, ακολουθεί δυσκολία να επιστρέψει στον ύπνο. Εφιάλτες μπορεί να προκληθούν από πολλούς παράγοντες, όπως άγχος, κάποιο τραυματικό γεγονός, ή λόγω ανεπιθύμητων αντιδράσεων από φάρμακα. Η διαταραχή συμπεριφοράς στον ύπνο REM (REM Behavior Disorder RBD) χαρακτηρίζεται από παθολογική εκδραμάτιση/εξωτερίκευση του υπνικού περιεχομένου (συχνά βίαιου ή δυσάρεστου). Κανονικά στον ύπνο REM υπάρχει μια κατάσταση φυσιολογικής «παράλυσης» (μυϊκή ατονία), αλλά στους ανθρώπους με RBD, καταργείται αυτή η φυσιολογική μυϊκή  ατονία και έτσι ενώ ονειρεύονται εξωτερικεύουν με λόγια και κινήσεις τα όνειρα αυτά. Συνήθως, RBD εμφανίζεται σε άνδρες ηλικίας 50 ετών και άνω, αλλά η διαταραχή μπορεί επίσης να συμβεί σε γυναίκες και σε νεότερους ανθρώπους. Στη διάγνωση και τη θεραπεία του RBD, εμπλέκονται συχνά σοβαρές νευρολογικές διαταραχές. Η βίντεο-πολυυπνογραφία (μελέτη ύπνου) είναι απαραίτητο εργαλείο για τη διάγνωση του RBD. Η υπνική παράλυση είναι μια ακόμη συχνή REM παραϋπνία. Οι άνθρωποι με υπνική παράλυση δεν είναι σε θέση να μετακινήσουν το σώμα ή τα άκρα ή δεν μπορούν ακόμη να ανοίξουν και τα μάτια τους, κατά την αφύπνιση. Η στέρηση του ύπνου, καθώς και τα ακανόνιστα ωράρια ύπνου-εγρήγορσης μπορεί επίσης να προκαλέσουν παράλυση ύπνου, πέρα από το γενετικό υπόβαθρο. Την υπνική παράλυση οι άνθρωποι τη βιώνουν συχνά με αίσθημα φόβου και τρόμου, μιας και νιώθουν παράλυτοι και ανίκανοι να αντιδράσουν στο οτιδήποτε. Ένα επεισόδιο της παράλυσης, τυπικά κρατάει κάποιες στιγμές και συχνά τελειώνει από ήχο ή άγγιγμα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, το άτομο με παράλυση ύπνου είναι σε θέση να κινηθεί και πάλι.

Η διαφοροδιάγνωση στις παραϋπνίες έχει να κάνει βασικά με το εάν πρόκειται για παραϋπνία του ύπνου REM ή NREM και επίσης για το εάν πρόκειται για παραϋπνία ή για επιληπτική κρίση του ύπνου. Τέλος, στην παλέτα της διαφοροδιάγνωσης υπεισέρχονται και ψυχιατρικές διαταραχές ή άλλα κινητικά φαινόμενα του ύπνου όπως οι περιοδικές κινήσεις των άκρων κλπ. Η διαφοροδιάγνωση δεν είναι εύκολη και απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ιατρικής του ύπνου και νευροφυσιολογίας (επιληπτολογίας), καθώς επίσης και ειδικό εξοπλισμό εργαστηρίου ύπνου και έμπειρους τεχνικούς.

Η θεραπεία περιλαμβάνει φαρμακευτικές και μη παρεμβάσεις. Ο στόχος είναι η ομαλοποίηση της ποιότητας και της ποσότητας του ύπνου, εν ολίγοις η «κανονικοποίηση» αυτού για τον πάσχοντα, εξαλείφοντας οποιοδήποτε παράγοντα/διαταραχή/νόσο (υπνική ή μη) που μπορεί να διασπά ή να επιδεινώνει τον ύπνο.

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Οι καινοτομίες στο Ιατρείο Διαταραχών Ύπνου/εγρήγορσης SOMNIO, Ιατρικού Ψυχικού είναι αρκετές. Κατά πρώτον, η ικανότητα διάγνωσης και αντιμετώπισης του συνόλου των διαταραχών ύπνου αλλά και εγρήγορσης και όχι η αποσπασματική ενασχόληση με μία διαταραχή του ύπνου (π.χ. υπνική άπνοια).  Στο Ιατρείο διενεργούνται όλα τα διαγνωστικά πρωτόκολλα (Video-πολυπαραμετρική μελέτη ύνου, ακτιγραφία, MSLT/MWT, SART, PVT, 24ωρες καταγραφές, καταγραφές με “full montage” εγκεφαλογραφήματος, καταγραφές ύπνου μη επεμβατικές με τη μέθοδο “PAT” που δεν παρεμποδίζουν καθόλου τον ύπνο του εξεταζόμενου), σε πλήρη συμφωνία με κέντρα ύπνου-εγρήγορσης αναφοράς του εξωτερικού.

Επιπλέον, οι συνεργάτες του Ιατρείου διαθέτουν όλοι μεγάλη εμπειρία σε Ελλάδα και εξωτερικό και είναι πιστοποιημένοι ειδικοί λειτουργοί του ύπνου (Ευρωπαϊκή Εταιρία Υπνολογίας, Ολλανδική Εταιρία Υπνολογίας, Αμερικάνικη Ακαδημία Οδοντιατρικής Υπνολογίας, Υπουργείο Υγείας Ελλάδας-εξειδίκευση στην Ιατρική του Ύπνου). Με βάση όλα τα ανωτέρω, πραγματοποιούνται και πρωτοποριακές θεραπευτικές προσπελάσεις (ενδεικτικά: συνδυασμός φαρμακοθεραπείας/γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας για την αϋπνία –CBT insomnia, εξατομικευμένη κατασκευή οδοντικών ναρθήκων (σε ορισμένες περιπτώσεις και 3D printed) ή εφαρμογή συσκευών iNAP που λειτουργούν πολύ πιο εύκολα σε σχέση με τις καθιερωμένες CPAP, για τη θεραπεία της υπνικής άπνοιας κλπ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ