Αϋπνία
Η πιο συχνή διαταραχή του ύπνου, αλλά και ίσως και το πιο συχνό αναφερόμενο πρόβλημα υγείας μετά τον πόνο, είναι η αϋπνία. Ενώ ο καθένας αυθόρμητα αντιλαμβάνεται τι είναι η αϋπνία, ο ακριβής ορισμός της δεν είναι αυτονόητος. Ως αϋπνία, κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ορίζεται η δυσκολία στην έναρξη ή στη διατήρηση του ύπνου (που περιλαμβάνει και την πρώιμη πρωινή αφύπνιση) καθώς και η κακή ποιότητα αυτού (έλλειψη αναζωογονητικού ύπνου), με συνοδά ημερήσια συμπτώματα (κυρίως κόπωση, κακή διάθεση, εκνευρισμό, δυσκολία στην προσοχή, συγκέντρωση, μνήμη).
Για να γίνει διάγνωση χρόνιας αϋπνίας θα πρέπει τα συμπτώματα να εμφανίζονται τουλάχιστον 3 φορές/βδομάδα και για τουλάχιστον 3 μήνες (ειδάλλως μιλάμε για οξεία-επεισοδική αϋπνία). Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν βιώσει περιστασιακό πρόβλημα αϋπνίας. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι χρόνιο πρόβλημα αϋπνίας αντιμετωπίζει περίπου το 15-30% του γενικού πληθυσμού, ενώ τα 2/3 αυτών δεν απευθύνεται ποτέ σε γιατρό για αυτό. Η συχνότητα της αϋπνίας είναι αυξημένη στις γυναίκες, στους εργαζόμενους γραφείου, αλλά αυξάνεται επίσης και με την ηλικία και έτσι πάνω από το 50% των ηλικιωμένων παραπονείται για αϋπνία.
Με την προηγούμενη ταξινόμηση, η αϋπνία κατατάσσοταν ως πρωτοπαθής (ιδιοπαθής) είτε δευτεροπαθής σε άλλες παθήσεις π.χ. σε συναισθηματικές διαταραχές, σε καρδιαγγειακά νοσήματα (στεφανιαία νόσο, αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια), σε διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος (Χ.Α.Π, Άσθμα, ρινική απόφραξη ποικίλης αιτιολογίας), σε χρόνιους πόνους και ρευματοπάθειες, σε διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος (Γ.Ο.Π., διαφραγματοκήλη, έλκος, δυσπεψία), σε διαταραχές του ουροποιητκού (πολυουρία-συχνοουρία ποικίλης αιτιολογίας), σε διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος (θυρεοειδοπάθεια, φαιοχρωμοκύττωμα), σε διαταραχές του νευρικού συσστήματος (εκφυλιστικά νοσήματα) αλλά και σε άλλες πρωτοπαθείς διαταραχές του ύπνου όπως είναι η νόσος ανήσυχων άκρων ή το σύνδρομο άπνοιας ύπνου). Τέλος, αϋπνία μπορεί να είναι δευτεροπαθής σε φαρμακευτικές αγωγές (φάρμακα με δράση στο Κ.Ν.Σ., π.χ. κάποια αντικαταθλιπτικά, αντιχολινεργικά, αντιυπερτασικά (κλονιδίνη, β-αναστολείς, διουρητικά), συμπαθομιμητικές αμίνες (βρογχοδιασταλτικά, θεοφυλλίνη, αποσυμφορητικά). Με την καινούργια ταξινόμηση η αϋπνία θεωρείται μια ενιαία νοσολογική οντότητα ανεξαρτήτου αιτιολογίας και ως νόσος αντιμετωπίζεται.
Ανεξαρτήτου αιτίας, έχει παρατηρηθεί ότι η χρόνια στέρηση ύπνου (λιγότερο από 7 ώρες ύπνος/ημέρα) συνδέεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η ύπαρξη αϋπνίας εκτός από εμφανείς επιπτώσεις στις νοητικές δεξιότητες (προκαλεί ελλείμματα μνήμης, προσοχής, συγκέντρωσης και μειωμένη ταχύτητα αντίδρασης με ακόλουθη μειωμένη απόδοση στις εργασιακές ή μαθητικές επιδόσεις, αλλά και με σοβαρό κίνδυνο για ατυχήματα), προκαλεί και δομικές εγκεφαλικές αλλαγές. Λειτουργική νευροαπεικόνιση (fMRI) ανέδειξε υποαιμάτωση στις έσω και κάτω προμετωπιαίες περιοχές σε ασθενείς με πρωτοπαθή αϋπνία. Η ύπαρξη της αϋπνίας είναι από μόνη της ανεξάρτητος προδιαθεσικός παράγοντας για την εμφάνιση συναισθηματικών διαταραχών όπως κατάθλιψη και άγχος. Τέλος, υπάρχει σαφής σύνδεση της αϋπνίας με την εμφάνιση ή την επιδείνωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Έτσι, άνθρωποι που στερούνται ύπνο αποκτούν πιο εύκολα αρτηριακή υπέρταση ενώ φαίνεται ότι ακόμη και ο καρδιακός ρυθμός σε 24ωρη βάση είναι πιο αυξημένος. Οι ενδείξεις των επιπτώσεων της στέρησης ύπνου στο ενδοκρινικό σύστημα και στον μεταβολισμό αυξάνονται όλο και πιο πολύ. Έτσι, στέρηση ή/και κακή ποιότητα ύπνου σχετίζεται με αύξηση του σωματικού βάρους και παχυσαρκία αλλά και με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη.
Αφού γίνει η διάγνωση της αϋπνίας, του χρονότυπου αυτής και μελετηθεί ο «κύκλος ύπνος-εγρήγορση» για 7 με 14 μέρες μέσω της ακτιγραφίας (ή και με πολυπαραμετρική μελέτη ύπνου εάν χρειάζεται), καθορίζεται η θεραπευτική στρατηγική. Μια παροδική αϋπνία (με διάρκεια λιγότερη του 1-3 μηνών) μπορεί και να μην απαιτεί θεραπεία. Η ήπια αϋπνία συχνά μπορεί να προληφθεί ή να θεραπευθεί με την υιοθέτηση ορθών κανόνων υγιεινής του ύπνου. Αν η αϋπνία δυσκολεύει τη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, επειδή υπάρχει κυρίως υπνηλία και κούραση, ο ειδικός ιατρός ύπνου σε συνεργασία με τον ειδικό ψυχολόγο του ύπνου (με κατεύθυνση την αϋπνία) μπορούν να βοηθήσουν. Η θεραπεία για τη χρόνια αϋπνία περιλαμβάνει πρώτα τη θεραπεία τυχόν υποκείμενων καταστάσεων ή προβλήματων υγείας που προκαλούν την αϋπνία. Αν η αϋπνία συνεχίζεται, ο ειδικός μπορεί να προτείνει φαρμακευτική αγωγή για χρόνια χρήση συνήθως σε συνδυασμό με θεραπεία συμπεριφοράς. Αυτές οι προσεγγίσεις βοηθούν στην αλλαγή συμπεριφορών που μπορεί να επιδεινώνουν την αϋπνία και την υιοθέτηση συμπεριφορών που προάγουν τον ύπνο.