Νόσος ανήσυχων άκρων – περιοδικές κινήσεις κάτω άκρων

Το σύνδρομο ανήσυχων άκρων (Restless Legs Syndrome - RLS) είναι μια νευρολογική κινητική διαταραχή του ύπνου που προκαλεί μια έντονη, συχνά ακατανίκητη επιθυμία για κίνηση των άκρων (συνηθέστερα των κάτω άκρων), που συχνά συνοδεύεται από διάφορες αισθήσεις (παραισθησίες) στα άκρα, όπως δυσφορία, μούδιασμα, τράβηγμα, κάψιμο, ή πόνο. Αυτή η αίσθηση προκαλείται όταν είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι ή είναι σε καθιστή θέση, όπως π.χ. κατά την οδήγηση, στο θέατρο ή όταν βλέπει τηλεόραση. Ενίοτε μπορεί να εμφανισθεί και ως ακούσια απότομη κίνηση/τίναγμα των κάτω άκρων, πάντοτε σε ακινησία. Το RLS τυπικά εμφανίζεται τις απογευματινο-βραδινές ώρες με κορύφωση γύρω στα μεσάνυκτα, γεγονός που δυσκολεύει τον ύπνο, ενώ τα συμπτώματα αρχίζουν να υφίονται από τις 02.00 και μετά. Συχνά, τα άτομα με σύνδρομο ανήσυχων άκρων προκειμένου να ανακουφιστούν από αυτήν τη δυσάρεστη αίσθηση. αναγκάζονται να κουνήσουν, τρίψουν, μαλάξουν τα πόδια ή ακόμη και να εγερθούν και να περπατήσουν . Το σύνδρομο αήσυχων άκρων είναι μια συχνή διαταραχή του ύπνου (5% έως 10% του πληθυσμού πάσχει από αυτήν), ενώ στο 90% των περιπτώσεων RLS, συνυπάρχουν και περιοδικές κινήσεις των κάτω άκρων (Periodic Leg Movements PLM), οι οποίες χαρακτηρίζονται από συχνή (περιοδική) τριπλή κάμψη του πέλματος στην κνήμη και της κνήμης στον μηρό κατά τη διάρκεια του ύπνου, που επιφέρουν  κατακερματισμό του ύπνου λόγω των εγέρσεων και των αφυπνίσεων. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, μπορούν να έχουν RLS. Ωστόσο, το σύνδρομο εκδηλώνεται συνήθως σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας και στις γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες.

Σε 50% των ασθενών, η διαταραχή θεωρείται ότι είναι γενετική. Η πιθανότητα ανάπτυξης RLS αυξάνει κατά τρεις με έξι φορές, όταν ένας άμεσος συγγενής πάσχει από τη διαταραχή. Επίσης, οι ασθενείς αυτοί έχουν την τάση να εμφανίζουν συμπτώματα νωρίτερα στη ζωή τους (πριν την ηλικία των 45) από ό, τι τα άτομα με σύνδρομο ανήσυχων άκρων χωρίς τη γενετική προδιάθεση.

Άλλα ιατρικά προβλήματα που μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη του RLS περιλαμβάνουν την έλλειψη σιδήρου (σιδηροπενική αναιμία), τη νόσο του Parkinson, τη νεφρική ανεπάρκεια (και κυρίως η αιμοκάθαρση), το διαβήτη, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, και την περιφερική νευροπάθεια (μία ασθένεια του νευρικού συστήματος που επηρεάζει τα νεύρα των άκρων). Οι έγκυες γυναίκες μπορεί να εμφανίσουν τα συμπτώματα του RLS συνήθως μετά την 20ή εβδομάδα κύησης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, μείζονα ηρεμιστικά/αντιψυχωσικά, αντιισταμινικά, ή φάρμακα για τη ναυτία-ίλιγγο μπορεί να εμφανίσουν RLS. Το RLS συνδέεται ιδιαίτερα με την αϋπνία. Το RLS συχνά οδηγεί σε αϋπνία, καθώς και σε ημερήσια υπνηλία, ευερεθιστότητα, και διαταραχές της συγκέντρωσης, που προέρχονται από έναν ανήσυχο, κατακερματισμένο και μη ποιοτικό νυχτερινό ύπνο.

Η διάγνωση της διαταραχής είναι ως επί το πλείστον κλινική. Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του Συνδρόμου Ανήσυχων Άκρων, οι ασθενείς πρέπει να έχουν τα τέσσερα ακόλουθα συμπτώματα:

• Μια παρότρυνση ή επιθυμία να κουνήσουν τα πόδια τους, συνήθως συνοδευόμενη από δυσάρεστες ή ανεπιθύμητες αισθήσεις όπως μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, κάψιμο, φαγούρα, αίσθημα πόνων ή κράμπες .

• Η παρόρμηση να κινηθούν ή οι δυσάρεστες αισθήσεις αρχίζουν ή επιδεινώνονται κατά τη διάρκεια περιόδων ανάπαυσης ή μη, όπως όταν κάθονται μπροστά στην τηλεόραση ή ταξιδεύουν με ένα αυτοκίνητο ή με αεροπλάνο.

• Η δυσάρεστη αίσθηση και τα προαναφερόμενα συμπτώματα ανακουφίζονται μερικώς ή εντελώς από δραστηριότητες όπως το τέντωμα, το περπάτημα ή η άσκηση των προσβεβλημένων άκρων.

• Η δυσάρεστη αίσθηση και τα προαναφερόμενα συμπτώματα επιδεινώνονται ή εμφανίζονται κατά κανόνα το απόγευμα ή το βράδυ.

Στη διαγνωστική προσπέλαση του RLS πραγματοποιείται μια πλήρης νευρολογική εξέταση για τυχόν συνύπαρξη άλλης νευρολογικής νόσου ή νόσου του κυκλοφορικού και συχνά χρειάζονται μια σειρά από εξετάσεις αίματος για να αποκλειστούν ιατρικές παθήσεις που σχετίζονται με σύνδρομο ανήσυχων άκρων.

Η Νόσος Ανήσυχων Άκρων μιμείται πολλές νόσους και για αυτό παρότι είναι μια πολύ συχνή νόσος (5-10% του γενικού πληθυσμού και πολύ πιο συχνή σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού), πολύ συχνά είτε δε διαγιγνώσκεται είτε περνάει πολύς καιρός (ακόμη και χρόνια!) μέχρι να γίνει η διάγνωση. Η νόσος λόγω της πλούσιας συμπτωματολογίας της μιμείται πολλές άλλες νόσους.  Έτσι συχνά οι ασθενείς αποτείνονται σε ορθοπεδικό, αγγειολόγο, αγγειοχειρουργό, ρευματολόγο, παθολόγο, φυσικοθεραπευτή αντί να απευθυνθούν στον ειδικό ιατρό του ύπνου. Η διάγνωση είναι κατά βάση κλινική (σε μερικές περιπτώσεις χρειάζεται και πολυπαραμετρική μελέτη ύπνου) και εφόσον γίνει αντιμετωπίζεται εξαιρετικά.

Το RLS αντιμετωπίζεται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την ένταση των συμπτωμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το RLS είναι μια προσωρινή διαταραχή που επιλύεται, όταν διορθωθεί η υποκείμενη κατάσταση που το προκαλεί (π.χ. εγκυμοσύνη ή σιδηροπενική αναιμία). Όμως, σε περιπτώσεις που το σύνδρομο ανήσυχων άκρων έχει γενετική βάση ή οφείλεται σε χρόνιες ιατρικές διαταραχές, και ειδικά εάν το RLS είναι επίμονο, προκαλεί αϋπνία ή προκαλεί ύπνο μη αναζωογονητικό με συνοδά ημερήσια συμπτώματα, απαιτείται ειδική φαρμακευτική θεραπεία. Οι προτιμώμενες θεραπείες είναι τα ντοπαμινεργικά φάρμακα που δρουν στη ντοπαμίνη, ένα νευροδιαβιβαστή του εγκεφάλου, που είναι γνωστό ότι είναι ανεπαρκής σε περιπτώσεις RLS. Άλλα φάρμακα είναι τα αντιεπιληπτικά, τα οπιοειδή, οι βενζοδιαζεπίνες κλπ. Τέλος, σημαντικό ρόλο στη θεραπεία του RLS παίζει και η άσκηση.