Η ανοσοθεραπεία στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού

Μπορεί η ανοσοθεραπεία να αντιμετωπίσει τον καρκίνο του μαστού στο μεταστατικό αλλά και στο πρώιμο και χειρουργήσιμο στάδιο;

Για ορισμένους ασθενείς, η απάντηση είναι ΝΑΙ.

Γράφει ο Μαρίνος Τσιατάς, Παθολόγος - Ογκολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.

Το pembrolizumab έχει εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) για ορισμένους ασθενείς με μεταστατικό αλλά και πρώιμου σταδίου τριπλά αρνητικό καρκίνο του μαστού (TNBC). Είναι ένας αναστολέας των σημείου ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος, ο πιο κοινός τύπος ανοσοθεραπείας.

Η ανοσοθεραπεία αντιμετωπίζει τον καρκίνο αφυπνίζοντας τη φυσική ικανότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να προστατεύει τον οργανισμό από λοιμώξεις και ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου. Τα Τ κύτταρα είναι ένας τύπος λεμφοκυττάρων που βοηθούν στην ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος σε μια ασθένεια. Υπάρχουν κάποια σημεία ελέγχου τα οποία περιορίζουν αυτή την ανταπόκριση και τα οποία  “εκμεταλλεύεται" το καρκινικό κύτταρο για να “κρυφτεί” από το Τ κύτταρο. Οι αναστολείς των σημείου ελέγχου του ανοσοποιητικού αυξάνουν την πιθανότητα τα Τ κύτταρα να επιτεθούν και να καταστρέψουν τα καρκινικά κύτταρα.

Το pembrolizumab είναι επί του παρόντος εγκεκριμένο για τη θεραπεία ορισμένων ασθενών με πρώιμο ή μεταστατικό TNBC. Οι ασθενείς με νόσο υψηλού κινδύνου, πρώιμου σταδίου, θα είναι επιλέξιμοι να λάβουν συνδυασμό pembrolizumab και χημειοθεραπείας πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Μετά την επέμβαση, οι ασθενείς θα συνεχίσουν να λαμβάνουν μόνο pembrolizumab. Ο όρος "υψηλού κινδύνου" αναφέρεται σε ασθενείς με όγκους στο μαστό μεγαλύτερους από 2 cm. Οι ασθενείς με μικρότερους όγκους του μαστού μπορεί να είναι επιλέξιμοι για ανοσοθεραπεία εάν υπάρχουν ενδείξεις καρκίνου στους λεμφαδένες.

Τα τελικά αποτελέσματα από τη μελέτη KEYNOTE-522 που ανακοινώθηκαν πρόσφατα στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ιατρικής Ογκολογίας (ESMO) που πραγματοποιήθηκε στη Βαρκελώνη στις 13-17 Σεπτεμβρίου 2024, επιβεβαιώνουν ότι η ενσωμάτωση του pembrolizumab στο θεραπευτικό σχήμα έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τη διαχείριση αυτών των ασθενών.

Στην τελική ανάλυση, με μια μέση παρακολούθηση 75,1 μηνών, το 85.3% των ασθενών που έλαβαν pembrolizumab βρίσκονταν εν ζωή σε σύγκριση με το 78.2% των ασθενών που δεν το έλαβαν. Τα αντίστοιχα ποσοστά συνολικής επιβίωσης (OS) στα 5 έτη ήταν 86,6% έναντι 81,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό επιβίωσης χωρίς υποτροπή (EFS) ήταν 81,2% στο σκέλος του pembrolizumab έναντι 72,2% στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου.

Η μελέτη ανέφερε ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών βαθμού ≥3 σχετιζόμενα με τη θεραπεία 77,1% στο σκέλος του pembrolizumab και 73,3% στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου. Ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με την υπερδιέγερση του ανοσοποιητικού οποιουδήποτε βαθμού αναφέρθηκαν στο 35,0% των ασθενών που έλαβαν pembrolizumab έναντι 13,1% αυτών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Έτσι, η παρακολούθηση της μακροπρόθεσμης ασφάλειας θα είναι απαραίτητη και η κατανόηση της ισορροπίας μεταξύ του πιθανού οφέλους επιβίωσης και του κινδύνου τοξικοτήτων θα είναι ζωτικής σημασίας για τον προσδιορισμό της συνολικής μακροπρόθεσμης αξίας αυτού του σχήματος.

Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν όμως τη δυνατότητα του pembrolizumab ως βασικό συστατικό των συνδυαστικών θεραπευτικών σχημάτων για τον TNBC υψηλού κινδύνου, πρώιμου σταδίου, και προστιθέμενο στη χημειοθεραπεία θα πρέπει να θεωρείται το νέο πρότυπο φροντίδας σε αυτό το πλαίσιο.

 Τα δεδομένα είναι ιδιαίτερα σημαντικά καθώς το TNBC είναι ένας υπότυπος που σχετίζεται με κακή πρόγνωση και λίγες επιλογές θεραπείας. Η ενσωμάτωση της ανοσοθεραπείας έτσι σε πρώιμα στάδια θεραπείας έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώσει τη διαχείριση αυτών των ασθενών.