Η υστερεκτομή αφορά στην χειρουργική αφαίρεση της μήτρας και είναι η δεύτερη μετά την καισαρική τομή συχνότερη γυναικολογική χειρουργική επέμβαση. Μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, περισσότερες από μισό εκατομμύριο γυναίκες υποβάλλονται σε υστερεκτομή ετησίως.
Στην ηλικία των 60 ετών, περίπου μία στις τρεις γυναίκες υπολογίζεται ότι θα χρειαστεί να αφαιρέσει τη μήτρα της για κάποιο λόγο. Η συχνότερη ένδειξη για την υστερεκτομή είναι τα λειομυώματα ή ινομυώματα της μήτρας.
Τα ινομυώματα είναι καλοήθεις όγκοι της μήτρας οι οποίοι είναι δυνατό να ευθύνονται για συχνές και βαριές αιμορραγίες, για χρόνιο άλγος ή πίεση στη πύελο και σε κάποιες περιπτώσεις για υπογονιμότητα σε νεαρές γυναίκες.
Η αφαίρεση της μήτρας αποτελεί την πλέον ριζική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων, ενώ στις γυναίκες που επιθυμούν να διατηρήσουν τη γονιμότητα τους προτιμάται η αφαίρεση (εκπυρήνιση) των ινομυωμάτων και η συρραφή της μήτρας.
Οι αιμορραγίες είναι δυνατό να συμβαίνουν δίχως την παρουσία ινομυωμάτων ή άλλων ανατομικών βλαβών (λειτουργικές αιμορραγίες της μήτρας) και συχνά αποτελούν κλινικές ενδείξεις αφαίρεσης της μήτρας.
Το 20% των υστερεκτομών γίνεται για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων που σχετίζονται με την ενδομητρίωση, δηλαδή την ύπαρξη ενδομητρίου έξω από τη φυσιολογική ανατομική του θέση.
Συνηθέστερα η ενδομητρίωση εκδηλώνεται στην πύελο αλλά μπορεί να είναι και μέσα στο τοίχωμα της μήτρας (αδενομύωση) προκαλώντας χρόνιο κοιλιακό άλγος, δυσμηνόρροια και δυσπαρευνία.
Επίσης περίπου 1 στις 10 υστερεκτομίες πραγματοποιείται για την αντιμετώπιση κακοηθειών του ενδομητρίου, του τραχήλου ή των ωοθηκών.
Η υστερεκτομή διακρίνεται σε ολική και σε υφολική (υπερτραχηλική) στην οποία δεν αφαιρείται ο τράχηλος για την καλύτερη στήριξη του πυελικού εδάφους, τη μειωμένη νοσηρότητα της γυναίκας και τη διατήρηση ανέπαφης της σεξουαλικότητάς της.
Με την αφαίρεση της μήτρας η εμμηνορρυσία παύει. Εντούτοις, με τη διατήρηση των ωοθηκών στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, συντηρούνται τα ορμονικά επίπεδα και η γυναίκα προστατεύεται από τα συμπτώματα της πρόωρης εμμηνόπαυσης.
Η υστερεκτομή παραδοσιακά εκτελείται μέσα από μεγάλες (10-12 εκατ.) τομές της κοιλιάς, κάθετες στη μέση γραμμή ή οριζόντιες όπως στην καισαρική τομή. Η είσοδος στη κοιλιά προϋποθέτει τη διατομή των μυών του κοιλιακού τοιχώματος.
Η επέμβαση διαρκεί τυπικά από μία έως τρείς ώρες ανάλογα με το βαθμό δυσκολίας και την εμπειρία του χειρουργού. Η ασθενής παραμένει 3-5 ημέρες στο νοσοκομείο αλλά χρειάζονται περίπου 4-10 εβδομάδες μέχρι να επιστρέψει στην καθημερινή της ζωή.
Η ελάχιστα τραυματική χειρουργική αναπτύχθηκε με σκοπό να περιοριστεί η μετεγχειρητική νοσηρότητα της γυναίκας, να ελαττωθούν οι επιπλοκές και φυσικά να διασφαλιστεί η ταχύτερη ανάρρωση και επιστροφή στη καθημερινή ζωή.
Το μετεγχειρητικό άλγος ακόμα και έπειτα από μία μεγάλη λαπαροσκοπική επέμβαση είναι σημαντικά μειωμένο κυρίως επειδή δεν διατέμνονται οι κοιλιακοί μύες και οι περιτονίες τους.
Η υστερεκτομή διεξάγεται μέσα από 4 μικροτομές μικρότερες του ενός εκατοστόμετρου μέσα από τις οποίες τοποθετούνται η κάμερα και τα εργαλεία. Η κοιλιά διατείνεται με αέρα (CO2) και η εικόνα μεταδίδεται μέσω της κάμερας σε οθόνες απέναντι από τον χειρουργό και το βοηθό.
Η μήτρα αφαιρείται από την κοιλιά σε ιστοτεμάχια με τη χρήση ειδικού εργαλείου που λέγεται morcillator, ενώ στις περιπτώσεις με υποψία είτε διάγνωση κακοήθειας αφαιρείται ολόκληρη δια του κόλπου (Λαπαροσκοπικά Υποβοηθούμενη Κολπική Υστερεκτομία, LAVH).
Σε όλες τις περιπτώσεις το κοσμητικό αποτέλεσμα είναι άριστο, η ανάρρωση ταχεία και η νοσηλεία περιορίζεται σε λίγες ώρες μετεγχειρητικά.
Παρά τα πολλαπλά και αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα της λαπαροσκοπικής υστερεκτομίας σε σχέση με την ανοικτή, περίπου τα 3/4 των υστερεκτομών γίνονται ακόμα με την ανοικτή μέθοδο.
Αναφορικά με το κόστος της εγχείρησης, τα έξοδα της ανοικτής επέμβασης και της λαπαροσκόπησης είναι άμεσα συγκρίσιμα, εφόσον τα ακριβότερα μεν υλικά της λαπαροσκόπησης εξισορροπούνται με τη βραχύτερη σε ημέρες νοσηλεία.
Η απαιτητική χειρουργική τεχνική της λαπαροσκοπικής προσέγγισης αποτελεί και το βασικότερο αίτιο για τον περιορισμό της. Η λαπαροσκοπική χειρουργική προϋποθέτει ειδική εκπαίδευση του χειρουργού και του βοηθού του εφόσον ο δεύτερος χειρίζεται την κάμερα συνεπώς «κατευθύνει» τα μάτια του χειρουργού.
Εκτός από καλό συντονισμό της χειρουργικής ομάδας, απαιτείται εξοικείωση του συντονισμού των ματιών και των χεριών που λειτουργούν σε διαφορετικές θέσεις (hand-eye coordination).
Επίσης τα μακρά άκαμπτα λαπαροσκοπικά εργαλεία μεγιστοποιούν τον τρόμο των χεριών, ενώ οι περιορισμένοι άξονες ελευθερίας των κινήσεων των εργαλείων καθιστούν την επέμβαση αρκετά δυσκολότερη εργονομικά.
Τέλος, οι ανατομικές δυσκολίες που μπορεί να συναντήσει ο χειρουργός, όπως συμφύσεις της κοιλιάς από παλαιότερες επεμβάσεις ή φλεγμονές, το μεγάλο μέγεθος της μήτρας, τα χαμηλά παρατραχηλικά ινομυώματα, η εκτεταμένη ενδομητρίωση ή ακόμα και η μη καλή προετοιμασία του εντέρου της ασθενούς είναι δυνατό να συντελέσουν στη μετατροπή μιας λαπαροσκοπικής επέμβασης σε ανοικτή.
Η ρομποτική χειρουργική αποτελεί εξέλιξη της λαπαροσκόπησης, με σκοπό να ξεπεράσει τις τεχνικές δυσκολίες της λαπαροσκόπησης και να επιτρέψει στις μείζονες και απαιτητικές γυναικολογικές επεμβάσεις να πραγματοποιούνται με τεχνικές της ελάχιστα τραυματικής χειρουργικής.
Η γυναίκα από τη πλευρά της απολαμβάνει τα οφέλη της ελάχιστα τραυματικής χειρουργικής σε ακόμα υψηλότερο βαθμό από αυτόν της συμβατικής λαπαροσκόπησης. Ο πόνος μετεγχειρητικά είναι ακόμα μικρότερος, τόσο γιατί δεν υπάρχει εκτενής τραυματισμός και χειρουργικές τομές, όσο και γιατί χρησιμοποιείται πολύ λιγότερος αέρας (CΟ2) για την απαιτούμενη διάταση της κοιλιάς.
Η ανάρρωση είναι ταχεία και η επιστροφή στην καθημερινή ζωή επιτυγχάνεται σε λίγα 24ωρα.
Η Ρομποτική Χειρουργική Μιας Τομής (Single Site Robotic Surgery) αποτελεί μία ακόμα πιο πρόσφατη καινοτομία στο χώρο της λαπαροενδοσκοπικής χειρουργικής.