Ο υποσπαδίας συνιστά μία συγγενή ανωμαλία. Στο πέος που παρουσιάζει υποσπαδία το στόμιο της ουρήθρας δεν εκβάλλει στην κορυφή της βαλάνου αλλά οπουδήποτε στην κάτω επιφάνεια ή της βαλάνου, ή του σώματος του πέους ή και στο όσχεο ή στο περίνεο.
Έτσι έχουμε βαλανικό υποσπαδία, πρόσθιο, μέσο, οπίσθιο πεϊκό υποσπαδία, οσχεϊκό ή οσχεο-περινεϊκό ή περινεϊκό υποσπαδία.
Το υποσπαδιακό στόμιο μπορεί να είναι εξαιρετικά στενό, έτσι που το παιδί να εκτοξεύει κυριολεκτικά ένα πολύ λεπτό ρεύμα ούρων όταν ουρεί.
Μπορεί όμως να έχει και φυσιολογικό εύρος. Το δέρμα της ακροποσθίας στον υποσπαδία είναι σχεδόν πάντα ανοικτό και δεν καλύπτει εξολοκλήρου τη βάλανο.
Υπάρχουν κάποιες μορφές βαλανικού υποσπαδία που η ακροποσθία είναι απόλυτα φυσιολογική, καλύπτει πλήρως τη βάλανο κι αν ο γιατρός δεν την τραβήξει πίσω δε θα διαγνώσει τον υποσπαδία. Αυτές οι μορφές υποσπαδία καθυστερούν να διαγνωσθούν.
Τέλος, το πέος με υποσπαδία μπορεί να έχει κάμψη.
Η αντιμετώπιση του υποσπαδία είναι πάντα χειρουργική και πρέπει να γίνεται μετά τον 6ο μήνα της ζωής και πριν από το 1ο έτος.
Περιλαμβάνει την ουρηθροπλαστική, τον ευθειασμό του πέους, αν υπάρχει γωνίωση, και την πλαστική της ακροποσθίας.
Λέγοντας ουρηθροπλαστική εννοούμε την κατασκευή ουρήθρας από το σημείο του υποσπαδιακού στομίου μέχρι την κορυφή της βαλάνου.
Με άλλα λόγια αποκατάσταση της ουρήθρας στο φυσιολογικό.
Ο ευθειασμός του πέους γίνεται όταν υπάρχει σαφής γωνίωση που μελλοντικά θα δημιουργεί λειτουργικά προβλήματα.
Η πλαστική της ακροποσθίας σημαίνει την αποκατάσταση της ακροποσθίας έτσι ώστε να περιβάλλει τη βάλανο και να τη σκεπάζει. Όμως, αυτό δεν είναι απαραίτητο. Δεν είναι λάθος να κάνει κανείς ταυτόχρονα περιτομή.
Η επέμβαση εκτελείται υπό γενική αναισθησία και διαρκεί από 1,3 έως 3,5 ώρες, ανάλογα με τη βαρύτητα της κάθε περίπτωσης.
Πρακτικά, είναι μία ακίνδυνη επέμβαση.
Τα παιδιά εισέρχονται το πρωί της ημέρας που θα γίνει η επέμβαση.