Η θλάση των οπίσθιων μηριαίων μυών είναι ένας αρκετά συχνός τραυματισμός, ο οποίος ταλαιπωρεί κυρίως αθλητές που ασχολούνται με αθλήματα ταχυδύναμης, όπως το ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις, βόλεϊ, άλματα, ταχύτητες κ.α.
Ως θλάση ορίζουμε τη μερική ή ολική ρήξη ενός μυός. Οι οπίσθιοι μηριαίοι αποτελούνται από το δικέφαλο μηριαίο, τον ημιυμενώδη και τον ημιτενοντώδη μυ. Πρόκειται για τη μυϊκή ομάδα που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια του μηρού και που έχει σαν κύρια λειτουργία της την κάμψη του γόνατος.
Κατά τη διάρκεια της ταχυδύναμης οι μυϊκές διαστολές γίνονται με μεγάλη συχνότητα, με αποτέλεσμα η οξειδοαναγωγική κατάσταση του αίματος να μειώνει τη λειτουργική ικανότητα των μυών.
Όταν λοιπόν η ενέργεια που εξασκείται στους οπίσθιους μηριαίους μύες ξεπερνά το όριο αντοχής τους, προκαλείται μερική ή ολική ρήξη τους.
Αίτια θλάσης οπίσθιων μηριαίων μυών
Αιτίες που μπορεί να προκαλέσουν μυϊκούς τραυματισμούς των κάτω άκρων σε αθλήματα ταχυδύναμης:
- Τραυματισμοί που οφείλονται στην ΟΜΣΣ (Οσφυϊκή Μοίρα Σπονδυλικής Στήλης), συχνά με ιερολαγόνιο ερεθισμό (ισχιοκνημιαίοι, προσαγωγοί, κοιλιακοί).
- Τραυματισμοί που οφείλονται στην έλλειψη ελαστικότητας των μυών ή στην έλλειψη κινητικής τροχιάς κάποιων σχετικών αρθρώσεων (π.χ. ισχίο, γόνατο, ποδοκνημική).
- Τραυματισμοί που οφείλονται στην κακή φυσική κατάσταση και το οξειδωτικό stress.
- Συνήθως, η ακολουθία του τραυματισμού είναι: κακή φυσική κατάσταση - υπερκόπωση - υπερδιάταση - μυϊκή θλάση.
Άμεσοι παράγοντες που σχετίζονται με τη θλάση οπίσθιων μηριαίων:
- Κακή προθέρμανση.
- Ελλιπής τροχιά κίνησης (ισχίο - γόνατο - ποδοκνημική).
- Υπερδιάταση της μυοτενόντιας μάζας.
- Κόπωση λόγω κακής φυσικής κατάστασης.
- Πλημμελής αποκατάσταση από προηγούμενο τραυματισμό.
Διάγνωση θλάσης οπίσθιων μηριαίων μυών
H διάγνωση της θλάσης των οπίσθιων μηριαίων είναι συνήθως εύκολο να γίνει κλινικά, λόγω των συμπτωμάτων που προκύπτουν ανάλογα με το βαθμό σοβαρότητας της θλάσης.
Το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία είναι οι διαγνωστικές μέθοδοι που μας παρέχουν αρκετά στοιχεία ώστε να διαγνώσουμε τη σοβαρότητα και το βαθμό της θλάσης.
Οι θλάσεις οπίσθιων μηριαίων ανάλογα με τη σοβαρότητα τους διακρίνονται σε τρεις βαθμούς:
1ου Βαθμού: Μικρής έντασης πόνος και μικρό οίδημα στην περιοχή. Δεν υπάρχει περιορισμός στην κίνηση και ο μυς διατηρεί τη λειτουργικότητα σε χαμηλής έντασης έργο.
2ου Βαθμού: Υπάρχει ρήξη μυϊκών ινών με έντονα τα στοιχεία της τοπικής φλεγμονής (θερμότητα, οίδημα, πόνος κατά την κίνηση).
3ου Βαθμού: Πλήρης ρήξη της μυοτενόντιας μοίρας του μυός με αδυναμία κίνησης, έντονο πόνο και εκτεταμένο αιμάτωμα (πολλές φορές υπάρχουν οδηγίες για χειρουργική αντιμετώπιση).
Θεραπεία θλάσης οπίσθιων μηριαίων μυών
Βασικές αρχές αντιμετώπισης, μετά τον τραυματισμό, είναι η ανάπαυση του μέλους, με εφαρμογή ψυχρών επιθεμάτων, για τον περιορισμό της έκτασης του αιματώματος, 2 - 4 φορές την ημέρα, ανάλογα με το βαθμό της θλάσης, συνήθως για 24 έως και 48 ώρες.
Γίνεται περίδεση της πάσχουσας περιοχής με ελαστικό επίδεσμο, για τη μείωση του ενδομυϊκού χώρου, περιορίζοντας έτσι την έκταση του αιματώματος. Τοποθετούμε το μέλος σε ανάρροπη θέση, στην προσπάθεια μας να μειώσουμε το οίδημα, ενώ η χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στο πρώτο στάδιο της θεραπείας βοήθα στη μείωση των συμπτωμάτων τις πρώτες ημέρες.
Η θεραπεία της θλάσης οπίσθιων μηριαίων μυών έχει πάντα σα στόχο τον περιορισμό του αιματώματος και τη μείωση όλων των φλεγμονωδών αντιδράσεων που προκύπτουν στην περιοχή, αυξάνοντας την επουλωτική διαδικασία για την αποκατάσταση του μυϊκού ιστού.
Η φυσικοθεραπεία σε αυτήν τη φάση επιβάλλεται. Ενδοδιαθερμία, laser, διασταυρούμενα ρεύματα, υπέρηχος, υδροθεραπεία είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται συνήθως.
Η μάλαξη, με μεγάλη προσοχή, προς αποφυγήν αύξησης του τοπικού αιματώματος, μπορεί να ξεκινήσει μετά τις 48 ώρες και έχει ουσιαστικό ρόλο στη διευθέτηση του ουλώδους ιστού και τη γρήγορη απορρόφηση του αιματώματος.
Η κατάλληλη αντιμετώπιση της θλάσης οπίσθιων μηριαίων μυών τις πρώτες ώρες μετά τον τραυματισμό έχει σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της γρήγορης και σωστής αποκατάστασης της θλάσης. Ο στόχος είναι πάντα η αντιμετώπιση της οξείας αντίδρασης στην περιοχή, με ταυτόχρονη επιτάχυνση της επουλωτικής διαδικασίας, η οποία διαρκεί ανάλογα με το βαθμό της θλάσης.