Στεφανιαία νόσος: Νέες διαγνωστικές τεχνικές για τον έγκαιρο εντοπισμό της

Γράφει ο Δρ. Σωτήριος Ευαγγέλου, Eιδικός Καρδιολόγος, Β’ Καρδιολογική Κλινική Ιατρικού Διαβαλκανικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.

Η στεφανιαία νόσος, αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες θνητότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Στις ΗΠΑ οι οποίες αποτελούν άριστο επιδημιολογικό μοντέλο παρατήρησης λόγω της πολυπολιτισμικότητας τους, αφορά 14 εκατομμύρια ασθενείς. Στην Ευρώπη η ενδονοσοκομειακή θνητότητα κυμαίνεται από 3-5% (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου τύπου NSTEMI) έως και 7% (οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου τύπου STEMI).

Γνωστοί παράγοντες κινδύνου αποτελούν η ηλικία, το άρρεν φύλο, η κληρονομικότητα ενώ, όσον αφορά παράγοντες συνυφασμένους με τον τρόπο ζωής τέτοιοι είναι η δίαιτα πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά, χοληστερόλη και θερμίδες, το κάπνισμα, αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης, υπεργλυκαιμία/ διαβήτης και η αρτηριακή υπέρταση.

Η φυσιοπαθολογία της στεφανιαίας νόσου, όπως αυτή δύναται να εκδηλώνεται (χρόνια/ σταθερή στεφανιαία νόσος, οξέα στεφανιαία σύνδρομα) ως επί το πλείστο οφείλεται στην αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων. Πέραν της τροποποίησης των άνωθεν παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση και την περαιτέρω εξέλιξη της, πολύ σημαντική είναι και η πρόληψη της.

Νεότερες διαγνωστικές τεχνικές έρχονται να προστεθούν στην κλασική δοκιμασία κόπωσης και να επεκτείνουν την έγκαιρη διάγνωση. Για παράδειγμα η αξονική στεφανιογραφία –όπου ενδείκνυται- διαθέτει υψηλότατη προγνωστική αξία, η οποία πλησιάζει το 99%. H δυναμική υπερηχοκαρδιογραφική μελέτη, με ευαισθησία και ειδικότητα να φθάνει περί το 85%. Ενώ, η μαγνητική τομογραφία καρδιάς σε συνθήκες φόρτισης (stress cMRI) επίσης διαθέτει πολύ υψηλή ευαισθησία πλησιάζοντας το 95%.

Φυσικά, οι παραπάνω εξετάσεις, αποκτούν ιδιαίτερη αξία και συμβαδίζουν με την τεχνολογική εξέλιξη και την εμπειρία του ιατρικού προσωπικού. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν νεότερα δεδομένα όσον αφορά τη θεραπευτική φαρέτρα καθώς και πρωτόκολλα αντιμετώπισης. Έτσι, επιδιώκεται η σταθεροποίηση οιασδήποτε αθηρωματικής πλάκας, μέσω της πρωτογενούς ή δευτερογενούς πρόληψης (σε ασθενείς οι οποίοι έχουν ήδη υποστεί κάποιο επεισόδιο) με σκοπό τη μετατροπή τους από ευάλωτες σε σταθερές.