Αορτή ονομάζεται η αρτηρία (αγγείο = σωλήνας) με την οποία η καρδιά στέλνει αρτηριακό αίμα σε ολόκληρο το σώμα δίνοντας κλάδους καθώς απομακρύνεται. Στην πορεία της στο θώρακα ονομάζεται Θωρακική Αορτή ενώ στην πορεία της στην κοιλιακή χώρα ονομάζεται Κοιλιακή Αορτή & καταλήγει στις δυο Λαγόνιες αρτηρίες εκάστη των οποίων αναλαμβάνει την αιμάτωση της μισής πυέλου (λεκάνης) και του αντίστοιχου κάτω άκρου.
Στην περίπτωση που τα τοιχώματα της αορτής αδυνατίζουν & διογκώνονται με αύξηση της διαμέτρου του σωλήνα πάνω από 50% τότε αυτή η διόγκωση ονομάζεται ανεύρυσμα και υφίσταται κίνδυνος η αορτή να ραγεί (σπάσει) προκαλώντας δυνητικά θανατηφόρα εσωτερική αιμορραγία. Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ανευρύσματος αποτελούν το κάπνισμα, η ηλικία άνω των 65 και το θετικό κληρονομικό ιστορικό. Η προληπτική εξέταση με υπέρηχο κοιλιακής αορτής είναι σημαντική γιατί στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής δεν προκαλεί συμπτώματα πριν σπάσει.
Όταν το ανεύρυσμα α) υπερβαίνει μία κρίσιμη διάμετρο, β) έχει συγκεκριμένη μορφολογία που συνδέεται με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο ρήξης ή γ) προκαλεί συμπτώματα (π.χ. πόνο στη μέση) που υποδηλώνουν επικείμενη ρήξη τότε προτείνουμε την αποκατάστασή του.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε για την αποκατάσταση ανευρύσματος είναι η κλασική ανοικτή χειρουργική όπου η αορτή αντικαθίσταται με συνθετικό μόσχευμα ή η ελάχιστα επεμβατική ενδαγγειακή αποκατάσταση με ενδομόσχευμα (καλυμμένο stent) που τοποθετείται από τις μηριαίες χώρες.
Το Τμήμα αριθμεί τεράστια εμπειρία στην αποκατάσταση ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής με αμφότερες τις μεθόδους και με άριστα αποτελέσματα ενώ η επιλογή της μεθόδου είναι εξατομικευμένη σε κάθε ασθενή και στη μορφολογία του ανευρύσματός του.
Επιπρόσθετα, αντιμετωπίζονται εξειδικευμένα τα πιο σύνθετα θωρακοκοιλιακά ανευρύσματα διασώζοντας του κλάδους της αορτής με εξειδικευμένες τεχνικές όπως τα κατά παραγγελία θυριδωτά ή/και κλαδωτά ενδομοσχεύματα (Fenestrated-ΕVAR, Βranched-EVAR) αλλά και το σύνολο των τεχνικών CHIMPS.
Διαχωρισμός αορτής
Το τοίχωμα της αορτής αποτελείται από τρία λεπτά στρώματα που είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους σχηματίζοντας τη σωληνωτή δομή του αγγείου.
Στην περίπτωση που η εσωτερική στοιβάδα (που έρχεται σε επαφή με το αίμα) «σχιστεί» τότε εισχωρεί αίμα ανάμεσα στις στοιβάδες, διαχωρίζοντάς τες από τη μεσαία και καταλαμβάνοντας χώρο από τον αυλό του αγγείου που κυκλοφορεί το αίμα.
Αυτό ονομάζεται διαχωρισμός, μπορεί να επεκτείνεται σε άλλοτε άλλη έκταση και οι συνέπειές του είναι:
- μείωση παροχής αίματος περιφερικότερα και στους κλάδους,
- ταχεία πρόοδος του σημείου του διαχωρισμού σε ανεύρυσμα λόγω απώλειας της συνοχής του τοιχώματος της αορτής.
Το προεξάρχον σύμπτωμα του διαχωρισμού της αορτής είναι αιφνίδιο διαξιφιστικό άλγος ράχης σε ασθενή που πάσχει ήδη από αρτηριακή υπέρταση ενώ δεν είναι σπάνια η πρώτη εμφάνιση της νόσου σε νέους σχετικά ασθενείς που πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση χωρίς να το γνωρίζουν.
Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση του διαχωρισμού της αορτής σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα νεότερων ενδαγγειακών τεχνικών και ενδομοσχευμάτων μας επιτρέπουν να περιορίζουμε γρήγορα τις ισχαιμικές επιπλοκές, να αποτρέπουμε την ανευρυσματική εκφύλιση αλλά και να αντιμετωπίζουμε το διαχωριστικό ανεύρυσμα όταν παρουσιάζεται.