Προωρότητα
Ένα περίπου στα δεκαπέντε παιδιά γεννιέται πρόωρα, έχοντας ανάγκη από ιατρική περίθαλψη και εξειδικευμένη φροντίδα για να επιβιώσει με καλή ποιότητα ζωής.
Πρόωρο είναι κάθε μωρό που έχει γεννηθεί πριν από την 37η εβδομάδα. Όσο πιο πρόωρα έχει γεννηθεί ένα μωρό και όσο πιο χαμηλό βάρος γέννησης έχει τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος θνητότητας, επιπλοκών και προβλημάτων. Τα περισσότερα πρόωρα νεογνά θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τα προβλήματα, χαρίζοντας μεγάλη ευτυχία στους γονείς τους και στέλνοντας μήνυμα ελπίδας στους γύρω.
Τα ποσοστά επιβίωσης και υγιούς εξέπλιξης, ακόμα και των πολύ πρόωρων νεογνών, έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, λόγω της άριστης προγεννητικής παρακολούθησης, καθώς και της τεράστιας εξέλιξης της φροντίδας στις Μονάδες Εντατικής Νοσηλείας Νεογνών (ΜΕΝΝ).
Ο αριθμός των πρόωρων γεννήσεων έχει αυξηθεί λόγω της αύξησης των πολύδυμων κυήσεων, αλλά και της αύξησης της ηλικίας τεκνοποίησης των γυναικών, που συχνά συνοδεύεται από περισσότερα προβλήματα στην εγκυμοσύνη, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε πρόωρο τοκετό. Υπάρχει όμως και μία νέα ομάδα πρόωρων νεογνών με αυξητικές τάσεις τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για τα «όψιμα πρόωρα».
Όψιμα πρόωρα είναι τα μωρά που έχουν γεννηθεί σε ηλικία κύησης 35-36 εβδομάδων. Η ομάδα αυτή που αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό των πρόωρων νεογνών σήμερα. Το πρόβλημα με τα όψιμα πρόωρα μωρά είναι ότι, επειδή γεννιούνται «λίγο» πρόωρα, έχουμε τη τάση να υποτιμούμε τους κινδύνους που διατρέχουν. Θεωρούμε δηλαδή ότι δεν κινδυνεύουν, επειδή είναι «σχεδόν» τελειόμηνα. Όμως, τα μωρά αυτά χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή τόσο στο μαιευτήριο, αλλά και μετέπειτα στο σπίτι.
Τα βρέφη που έχουν γεννηθεί πρόωρα είναι, τον πρώτο χρόνο ζωής, πιο ευαίσθητα σε σχέση με τα τελειόμηνα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα πρόωρα μωρά έχουν ανώριμο ανοσοποιητικό σύστημα και χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων στο οργανισμό τους, διότι τα αντισώματα περνούν από το αίμα της μητέρας στο αίμα του εμβρύου κατά το 3ο τρίμηνο της κύησης. Γι’ αυτό, τα πρόωρα μωρά χρειάζονται αυξημένα μέτρα προστασίας από τις λοιμώξεις, ενώ όλοι οι εμβολιασμοί θα πρέπει να γίνονται κανονικά στην χρονολογική ηλικία.
Όσον αφορά το βάρος και το ύψος, κάποια πρόωρα βρέφη, ιδιαίτερα εκείνα που γεννήθηκαν με πολύ χαμηλό βάρος, μπορεί να υπολείπονται. Η πλειονότητα, όμως, ακολουθεί τις φυσιολογικές καμπύλες ανάπτυξης, με βάση τη διορθωμένη ηλικία (αφού δηλαδή αφαιρέσουμε από τη χρονολογική ηλικία τις εβδομάδες που απέμεναν, ώστε το μωρό να γεννηθεί τελειόμηνο, δηλαδή 40 εβδομάδων). Σε ένα πρόωρο μωρό για παράδειγμα, που γεννήθηκε στις 32 εβδομάδες, για να βρούμε τη διορθωμένη ηλικία, αφαιρούμε 8 εβδομάδες από τη χρονολογική του ηλικία.
Η διορθωμένη και όχι η χρονολογική ηλικία, χρησιμοποιείται, επίσης, για να εκτιμηθεί η ψυχοκινητική εξέλιξη και η κατάκτηση των οροσήμων της ανάπτυξης. Ένα πρόωρο μωρό θεωρείται φυσιολογικό να είναι πιο «πίσω» από ένα τελειόμηνο που έχει γεννηθεί την ίδια ημερομηνία με αυτό. Για αυτόν το λόγο, εξάλλου, ισχύει, για τα πρόωρα, η διορθωμένη ηλικία. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι, παρόλο που η διορθωμένη ηλικία είναι χρήσιμη για τη σωστή αξιολόγηση ενός πρόωρου μωρού, δε θα πρέπει να αποτελεί παραπλανητικό παράγοντα στην εκτίμηση της εξέλιξης του. δε θα πρέπει, δηλαδή, να θεωρείται ότι όλα οφείλονται στην προωρότητα κι επομένως, όλα θα διορθωθούν από μόνα τους.
Η διορθωμένη ηλικία χρησιμοποιείται συνήθως μέχρι τους 18-24 μήνες. Πολύ συχνά, πάντως, οι ίδιοι οι γονείς των πρόωρων μωρών, με το ενδιαφέρον που δείχνουν, το χρόνο που αφιερώνουν και τα ερεθίσματα που παρέχουν στο παιδί τους, μπορεί να το ενθαρρύνουν να «κερδίσει έδαφος».
Συχνά, βλέπουμε μωρά που έχουν γεννηθεί πολύ πρόωρα, να εξελίσσονται φυσιολογικά. Το γεγονός αυτό, όμως, δεν πρέπει να καθησυχάζει και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περάσει το μήνυμα ότι όλα τα παιδιά κάτω των 700 και 600 γραμμαρίων καταφέρνουν να επιβιώσουν και να εξελιχθούν χωρίς προβλήματα.
Είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθούνται αυτά τα πρόωρα παιδιά συστηματικά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα (follow up). Έτσι θα εντοπιστούν εγκαίρως πιθανά νευρολογικά προβλήματα, τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν με πρώιμη παρέμβαση. Το follow up πρέπει να συνεχίζεται, ιδιαίτερα στα πολύ πρόωρα μωρά, μέχρι τα πρώτα σχολικά χρόνια ώστε να ανιχνευθούν και να αντιμετωπισθούν τυχόν μαθησιακά προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται με αυξημένη συχνότητα σ’ αυτή την ομάδα πρόωρων παιδιών.