Πως και πότε υποπτευόμαστε εγκολεασμό του εντέρου στα παιδιά

Γράφει ο Νικόλαος Μπαλτογιάννης, Χειρουργός – Παίδων, Διευθυντής Παιδο-Χειρουργικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών

Ο εγκολεασμός αποτελεί αιτία εντερικής απόφραξης και στα βρέφη είναι άκρως επείγουσα χειρουργική κατάσταση που απαιτεί έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση για την αποφυγή επιπλοκών από την παρατεταμένη ισχαιμία που προκαλείται στον εντερικό σωλήνα. Ο εγκολεασμός προκύπτει όταν ένα τμήμα του εντέρου, είτε του παχέος είτε του λεπτού εντέρου, εισχωρεί εντός άλλου μέρους του εντέρου (εγκόλπωση τμήματος εντέρου στο παρακείμενο έντερο). Το έντερο αποφράσσεται από το εγκολεαζόμενο τμήμα στο οποίο η συμπίεση των αγγείων οδηγεί αρχικά στην φλεβική απόφραξη με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ένα προοδευτικά επιδεινούμενο οίδημα και στη συνέχεια οδηγείται στην αρτηριακή απόφραξη, την ισχαιμία και την επακόλουθη νέκρωση αν δεν υπάρξει έγκαιρη αντιμετώπιση.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι ιδιοπαθής και εμφανίζεται στην ηλικία των 6-36 μηνών, μάλιστα, κατά τη διάρκεια λοίμωξης του ανώτερου αναπνευστικού ή μιας γαστρεντερίτιδας. Ενοχοποιείται σε >50% ο αδενοιός. Σπανιότερα και σε ηλικία > 2 ετών μπορεί να είναι δευτεροπαθής, να υπάρχουν δηλαδή ανατομικοί παράγοντες που προκάλεσαν τον εγκολεασμό (π.χ. με σειρά συχνότητας  μεκέλλειος απόφυση, πολύποδας, διπλασιασμός, σκωληκοειδής απόφυση, αιμαγγείωμα, κ.α.).    

Στην βρεφική ή νηπιακή ηλικία έχει τυπική παρουσίαση. Ξαφνική έναρξη διαλείποντος και προοδευτικά αυξανόμενο άλγος που συνοδεύεται από απαρηγόρητο κλάμα και που κάμπτει τα πόδια προς την κοιλιά, συχνά με ωχρότητα. Τα επεισόδια συμβαίνουν συνήθως σε διαστήματα 15 έως 20 λεπτών και γίνονται πιο συχνά και πιο σοβαρά με την πάροδο του χρόνου. Ο έμετος είναι συχνά ένα εμφανές σύμπτωμα, που συχνά ξεκινά λίγο μετά τα πρώτα επεισόδια κοιλιακού πόνου. Εάν η κατάσταση συνεχιστεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μετά από 5 με 6 ώρες μπορεί να εμφανιστεί αίμα στα κόπρανα. Τα κόπρανα είναι αιματηρά σε έως και 50% των περιπτώσεων (μείγμα αίματος και βλεννογόνου, δίνοντάς του την εμφάνιση ζελέ σταφίδας). Μεταξύ των επώδυνων επεισοδίων, το παιδί μπορεί να συμπεριφέρεται σχετικά φυσιολογικά και να μην πονάει. Καθώς τα συμπτώματα εξελίσσονται, συχνά αναπτύσσεται λήθαργος.

Ωστόσο υπάρχουν και περιστατικά με άτυπη παρουσίαση. Έως και το 20% δεν έχουν εμφανή πόνο και περίπου το ένα τρίτο των ασθενών δεν παρουσιάζει αίμα ή βλέννα στα κόπρανα. Τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν μόνο άλγος χωρίς άλλα συμπτώματα. Περιστασιακά, το αρχικό σημάδι είναι λήθαργος ή αλλοιωμένη συνείδηση μόνο, χωρίς πόνο, αιμορραγία από το ορθό ή άλλα συμπτώματα που υποδηλώνουν ενδοκοιλιακή διαδικασία. Επομένως, ο εγκολεασμός θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην αξιολόγηση της κατά τα άλλα ανεξήγητου λήθαργου ή αλλοιωμένης συνείδησης, ειδικά στα βρέφη. Αρχικά μπορεί να εκτιμηθεί ως δυσκοιλιότητα ή γαστρεντερίτιδα.

Η διάγνωση γίνεται είτε με ακτινογραφία κοιλίας είτε με υπερηχογράφημα κοιλίας το οποίο αποτελεί και την μέθοδο εκλογής για τη διάγνωση. Η αξονική κοιλίας ή η μαγνητική δεν ενδείκνυνται στην οξεία φάση παρά μόνο όταν υπάρχει η υποψία κακοήθειας. Η αντιμετώπιση αρχικά είναι συντηρητική και γίνεται με ανάταξη  δια υποκλυσμού με υγρό ή με αέρα καθώς έχει περισσότερα πλεονεκτήματα (πιο ασφαλής, μικρότερος χρόνος και μικρότερη έκθεση σε ακτινοσκόπηση).

 Έαν επιτευχθεί η ανάταξη το παιδί παραμένει στο νοσοκομείο αρχικά νήστις και παρακολουθείται με ταυτόχρονη διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών. Η Χειρουργική αντιμετώπιση ενδείκνυται σε αποτυχία της συντηρητικής θεραπείας ή σε μη ολοκλήρωσή της, σε σημεία περιτονίτιδας από ρήξη του εντέρου κατά την ανάταξη και σε παρουσία παθολογικού αιτίου. Υποτροπή παρουσιάζεται σπάνια μετά από χειρουργική ανάταξη.

Η σχολαστική λοιπόν λήψη του ιστορικού και η επιμελής φυσική εξετάση είναι καθοριστικά για τον προσδιορισμό της αιτίας του οξέος κοιλιακού συμβάματος και τον εντοπισμό των παιδιών εκείνων με εγκολεασμό του εντέρου. Η κατανόηση δε των κλινικών σημείων είναι άκρως σημαντική για την αποφυγή απειλητικών για τη ζωή συνεπειών από την παρατεταμένη ισχαιμία. Στον εγκολεασμό η συμβολή του ακτινοδιαγνώστη είναι σημαντική