Παθολογικό

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Παθολογικό τμήμα είναι στελεχωμένο με κορυφαίο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ώστε να ανταποκρίνεται άμεσα στη διάγνωση αλλά κυρίως τη θεραπεία απλών, οξέων και χρόνιων παθήσεων, καθώς και να υποδεικνύει τις απαιτούμενες εργαστηριακές εξετάσεις και να καθορίζει την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.

Διακρίνεται στη διερεύνηση οξέων και χρόνιων παθολογικών προβλημάτων και την εφαρμογή των πλέον σύγχρονων θεραπευτικών και διαγνωστικών μεθόδων στο χώρο της Παθολογίας.

Το ευρύτατο αυτό αντικείμενο, υπηρετείται και υποστηρίζεται από δίκτυο επιστημονικών συνεργατών διαφόρων ιατρικών ειδικοτήτων με στόχο την πλέον σφαιρική και ολιστική αντιμετώπιση του ασθενή.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στον Όμιλο Ιατρικού Αθηνών, κορυφαίοι Παθολόγοι προσεγγίζουν τα νοσήματα συνδυάζοντας την κλινική εικόνα με τα αποτελέσματα των εξειδικευμένων εργαστηρίων του Ομίλου.

Με διεπιστημονική προσέγγιση, συνεργάζονται ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων, όπως:

Στο Παθολογικό τμήμα γίνεται ουσιαστική και ταχεία αντιμετώπιση σε πολυσύνθετα, χρόνια αλλά και μακροχρονίως αδιάγνωστα περιστατικά. Στα εξειδικευμένα τμήματα Check-up, ανιχνεύονται αξιόπιστα παθήσεις και θεραπεύονται συχνά στα αρχικά τους στάδια.

Στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) συντελείται ιατρική πρώτης γραμμής με πιστοποιημένη και πλήρως αποτελεσματική αντιμετώπιση του επείγοντος.

Στόχος του Παθολογικού τμήματος είναι να μην μείνει κανένας ασθενής αδιάγνωστος!

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Ως παχυσαρκία ορίζεται η αύξηση του λίπους πάνω από κάποια όρια. Στους ενήλικες η παχυσαρκία εκτιμάται με το Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI).

Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) παρουσιάζει ευθεία συσχέτιση με την ποσότητα του σωματικού λίπους τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), στους ενήλικες η παχυσαρκία ορίζεται ως ΒΜΙ ίσο ή μεγαλύτερο από 30 kg/m2 και το υπερβάλλον βάρος ως ΒΜΙ 25-30 kg/m2.

Η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται ως ασθένεια πλέον, γιατί επηρεάζει αρνητικά την υγεία, οδηγεί στη μείωση του προσδόκιμου ζωής και συντελεί στην εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων.

Ειδικότερα, η παχυσαρκία αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης νόσων και ιδιαίτερα καρδιοπάθειας, διαβήτη τύπου 2, αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, οστεοαρθρίτιδας και ορισμένων μορφών καρκίνου.

Η παχυσαρκία θεωρείται αποτέλεσμα της αυξημένης πρόσληψης τροφών σε συνδυασμό με την έλλειψη σωματικής άσκησης και τη γενετική προδιάθεση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις για την παχυσαρκία ευθύνονται ενδοκρινικές διαταραχές, φάρμακα ή και ψυχικές νόσοι.

Επιπλοκές

Η παχυσαρκία ευθύνεται για µία πληθώρα νοσημάτων, όπως:

  • Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Το υπερβολικό βάρος αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, που οφείλεται κυρίως στην αντοχή στην ινσουλίνη. Χωρίς αγωγή είναι µαθηµατικά βέβαιες οι επιπλοκές του διαβήτη που αφορούν τα αγγεία, τους νεφρούς και τα µάτια.
  • Αρτηριακή υπέρταση και καρδιοαγγειακά προβλήµατα: Η υπέρταση προκαλεί βλάβες στην καρδιά και τα αγγεία, κυρίως του εγκεφάλου και των νεφρών.
  • Προβλήµατα στις αρθρώσεις: Οι αρθρώσεις, οι οποίες δε µπορούν να αντέξουν για µεγάλο χρονικό διάστηµα τα υπερβολικά κιλά, καταστρέφονται προοδευτικά. Το αποτέλεσµα είναι η εµφάνιση αρθρίτιδας, κυρίως στα ισχία και τα γόνατα.
  • Αναπνευστικές διαταραχές: Το άσθµα και η δύσπνοια στην κόπωση, είναι πολύ συχνές διαταραχές των παχύσαρκων. Το σύνδροµο της υπνικής άπνοιας είναι µία πολύ σοβαρή επιπλοκή της παχυσαρκίας, διότι κατά τη διάρκεια του ύπνου σταµατά η αναπνοή και µειώνεται η παροχή οξυγόνου στον οργανισµό.
  • Χολολιθίαση: Η χολή, υπερκορεσµένη σε χοληστερόλη, γίνεται λιθογόνος µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης επιπλοκών, όπως η χολοκυστίτιδα ή η παγκρεατίτιδα.
  • Γαστροοισοφαγική παλινδρόµηση: Ευνοείται από τη διάταση του διαφράγµατος και την ενδοκοιλιακή αύξηση της πίεσης, λόγω του πάχους. Αποτέλεσµα της παλινδρόµησης είναι η οισοφαγίτιδα, δηλαδή χηµικό έγκαυµα του οισοφάγου, η οποία απαιτεί συγκεκριµένη αγωγή.
  • Δυσλιπιδαιµία: ∆ιαταραχές του µεταβολισµού των λιπιδίων.
  • Υπογονιµότητα και διαταραχές της περιόδου: Η υπερβολική αύξηση του λίπους αυξάνει το επίπεδο των οιστρογόνων και προκαλεί διαταραχές της περιόδου και υπογονιµότητα.
  • Ακράτεια ούρων: Ακράτεια ούρων, η οποία οφείλεται στην αυξηµένη ενδοκοιλιακή πίεση και τις διαταραχές της στατικής της πυέλου που προκαλεί.
  • Κατάθλιψη: Είναι αποτέλεσµα των χρόνιων ενοχληµάτων, της αποτυχίας της δίαιτας και της κακής εικόνας που αποκτά για τον εαυτό του το άτοµο.
  • Καρκίνος: Υπάρχει αυξηµένος κίνδυνος για καρκίνο του νεφρού για άντρες και γυναίκες, καθώς επίσης κίνδυνος καρκίνου του µαστού και της µήτρας στις γυναίκες.

Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοούµε τον κοινωνικό και οικογενειακό αποκλεισµό, ο οποίος συνδέεται µε δυσκολία στην αναζήτηση εργασίας στην επαγγελµατική εξέλιξη, στις ενδυµατολογικές επιλογές, κ.λπ.

Θεραπεία

Η χειρουργική της παχυσαρκίας κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια λόγω των µετρίων αποτελεσμάτων που έχουν οι φαρμακευτικές λύσεις, αλλά και οι δίαιτες.

Τα τελευταία 15 χρόνια, µε την καθιέρωση της λαπαροσκόπησης στην καθηµερινή χειρουργική πρακτική, επετράπη µία πραγµατική αύξηση των βαριατρικών επεµβάσεων, οι οποίες γρήγορα έγιναν ανώδυνες και εξαιρετικά αποτελεσµατικές.

Παχυσαρκία

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. Η κύρια και κοινή διαταραχή σε όλες τις μορφές διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή οι αυξημένες τιμές σακχάρου στο αίμα.

Διακρίνεται στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, στο διαβήτη κυήσεως και σε άλλους ειδικούς, σπάνιους τύπους.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι οφείλεται στην καταστροφή των Β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη. Έτσι, σε αυτόν τον τύπο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης και για τη θεραπεία αυτού είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγησης ινσουλίνης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχής της έκκρισης αλλά και της δράσης της ινσουλίνης (αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη).

Περισσότερα από 350 εκατομμύρια άτομα, πάσχουν σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς είναι αδιάγνωστοι.

Παράγοντες κινδύνου σακχαρώδη διαβήτη

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη είναι η παχυσαρκία, η απουσία άσκησης, η κληρονομικότητα, οι γυναίκες με ιστορικό γέννησης υπέρβαρου τέκνου ή που πάσχουν από το σύνδρομο των πολυκυστικω?ν ωοθηκών, η υπέρταση, το ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου και άλλοι.

Γιατί είναι σημαντικό να ρυθμίζουμε τις τιμές σακχάρου;

Σημαντικό βήμα στη θεραπεία και στη ρύθμιση των σακχάρων αίματος αποτελεί η σωστή εκπαίδευση των διαβητικών ασθενών, προκειμένου να τηρηθούν κατ΄ αρχήν οι υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες που θα δοθούν από τον ειδικό ιατρό.

Η καλή ρύθμιση των σακχάρων αίματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμφάνισης των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.

Διάγνωση σακχαρώδους διαβήτη

Η διάγνωση του διαβητικού ασθενούς γίνεται με τη μέτρηση του πρωινού σακχάρου αίματος ή των τιμών σακχάρων κατά τη διάρκεια της καμπύλης γλυκόζης.

Στη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη χρησιμοποιείται, επίσης, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αντανακλά το μέσο όρο των σακχάρων του τελευταίου τριμήνου.

Τί είναι ο προδιαβήτης;

Προδιαβητικά ονομάζονται τα άτομα που έχουν τιμές σακχάρου υψηλότερες των φυσιολογικών, όχι, όμως, τόσο υψηλές για να χαρακτηριστούν διαβητικοί.

Χρησιμοποιούμε τον όρο «προδιαβήτη» για να υποδείξουμε το σχετικά υψηλό κίνδυνο για μελλοντική ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.

Ποιά άτομα πρέπει να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη;

Άτομα ασυμπτωματικά, μη παχύσαρκα και χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλουν να ελεγχθούν για σακχαρώδη διαβήτη στην ηλικία των 45 χρόνων.

Νωρίτερα οφείλουν να ελέγχονται τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν κάποιο επιπλέον παράγοντα κινδύνου, όπως έλλειψη άσκησης, συγγενείς πρώτου βαθμού με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη, ή πάσχουν από υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσο.

Επίσης, πρέπει να ελέγχονται τακτικά οι υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κυήσεως ή έχουν γεννήσει υπέρβαρα νεογνά.

Πρόληψη σακχαρώδους διαβήτη

Τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη διαβήτη από τους ειδικούς τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να μειώσει το ποσοστό εξέλιξης σε σακχαρώδη διαβήτη και μάλιστα είναι πιο αποτελεσματική ακόμα και από τη χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων.

Οι ασθενείς με προδιαβήτη θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θα λάβουν από τον ιατρό τους με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας.

Γενικά, συνιστάται ήπιας-μέτριας έντασης άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως.

Το σχετικά γρήγορο βάδισμα για μόλις 30 λεπτά την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες για σωματική άσκηση του προδιαβητικού.

Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίζονται και άλλοι συνυπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Θεραπευτικοί στόχοι σακχαρώδους διαβήτη

Οι τιμές της γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι μεταξύ 70 και 130mg/dl, ενώ σημαντική είναι και η ρύθμιση των μεταγευματικών σακχάρων (η μέτρηση αυτών γίνεται δύο ώρες μετά τα γεύματα).

Οι στόχοι, όμως, πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τον διαβητικό ασθενή και ανάλογα με άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, η ηλικία, το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς και άλλους.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ικανότητα του διαβητικού ασθενούς να αντιληφθεί τις υπογλυκαιμίες.

Η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία, δηλαδή όταν ο ίδιος ο διαβητικός ασθενής δεν αντιλαμβάνεται τις χαμηλές τιμές σακχάρου, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση των σακχάρων και στους ασθενείς αυτούς οι θεραπευτικοί μας στόχοι είναι συνήθως λιγότερο αυστηροί.

Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των σακχάρων αίματος οφείλουμε να δώσουμε μεγάλη προσοχή και σε άλλες συνυπάρχουσες διαταραχές, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Αντιμετώπιση σακχαρώδους διαβήτη

Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι η δίαιτα και η άσκηση. Ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής, δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε τις υγειινοδιαιτητικές οδηγίες.

Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μικρή απώλεια βάρους σε συνδυασμό με άσκηση επαρκούν για τη ρύθμιση των σακχάρων σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.

Κι ενώ στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ γίνεται με αντιδιαβητικά δισκία.

Έτσι, όταν η αλλαγή στον τρόπο ζωής (δίαιτα και άσκηση) δεν επαρκεί, γίνεται σταδιακή προσθήκη αντιδιαβητικών δισκίων μέχρι να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι.

Η χορήγηση ινσουλίνης στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι απαραίτητη όταν οι τιμές σακχάρου εξακολουθούν να είναι υψηλές παρά τις διατροφικές οδηγίες και τη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων.

Η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει τη διατήρηση των αντιδιαβητικών δισκίων και την προσθήκη σε αυτά μίας δόσης ινσουλίνης (χορήγηση βασικής ινσουλίνης).

Καθώς αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη και μειώνεται η ικανότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, είναι δυνατόν να απαιτηθούν πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας.

Χρόνιες επιπλοκές σακχαρώδη διαβήτη

Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη μπορούν να μειωθούν μέσω της καλής ρύθμισης των σακχάρων αίματος.

Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από το σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών.

Όσον αφορά στους οφθαλμούς, η λεγόμενη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η βλάβη των μικρών αγγείων των οφθαλμών και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τύφλωση.

Ο έλεγχος σε οφθαλμίατρο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια οφείλει να αρχίζει νωρίς, με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, και πολύ πριν ο ασθενής αποκτήσει συμπτώματα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η προσβολή των νεφρών ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως. Η διαβητική νεφροπάθεια είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λευκώματος.

Η διαβητική νευροπάθεια διακρίνεται σε:

  • περιφερική διαβητική νευροπάθεια, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με συμπτώματα από τα κάτω άκρα, όπως αιμωδίες, άλγος, αίσθημα καύσους και άλλα, και στη
  • διαβητική νευροπάθεια του αυτονόμου νευρικού συστήματος, στην οποία μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα από το στομάχι (γαστροπάρεση), διαταραχή της ούρησης και των κενώσεων (διάρροιες ή δυσκοιλιότητα), ορθοστατική υπόταση, στυτική δυσλειτουργία και άλλα.

Η προσβολή των μεγάλων αγγείων αφορά κυρίως στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, στις καρωτίδες, και στα αγγεία των κάτω άκρων, γνωστή και ως μακροαγγειοπάθεια, και μπορεί να εκδηλωθεί ως στηθάγχη ή ακόμα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια ή διαλείπουσα χωλότητα (άλγος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση).

Τέλος, το «διαβόητο» διαβητικό πόδι οφείλεται στην περιφερική νευροπάθεια ή/και περιφερική αρτηριοπάθεια ενώ πολλές φορές συνυπάρχει κάποιος τραυματισμός του ποδιού που δεν έγινε αντιληπτός, αφού μέσω της περιφερικής νευροπάθειας καταργείται/μειώνεται η αίσθηση του πόνου στους διαβητικούς ασθενείς αυτούς και εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό.

Η αρτηριακή υπέρταση είναι μία χρόνια πάθηση κατά την οποία σημειώνεται συστηματική αύξηση συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεση.

Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για μελλοντικά θανατηφόρα και μη καρδιαγγειακά επεισόδια (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου, αιφνίδιο θάνατο, καρδιακή ανεπάρκεια, περιφερική αρτηριοπάθεια), όπως και νεφρική ανεπάρκεια.

Μέχρι την ηλικία των 50 ετών, η διαστολική (η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά χαλαρώνει μετά τη συστολή) αρτηριακή πίεση είναι αυτή που συμβάλλει περισσότερο στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Μετά την ηλικία των 50 ετών, η συστολική αρτηριακή πίεση (η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συστέλλεται και τις τροφοδοτεί με αίμα) είναι αυτή που προβλέπει καλύτερα το μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Σε άτομα άνω των 65 ετών, η πίεση παλμού (δηλ. η διαφορά «συστολικής – διαστολικής» αρτηριακής πίεσης) έχει πρόσθετη προγνωστική αξία. Σύμφωνα με μελέτες, τα ηλικιωμένα άτομα που έχουν υψηλή συστολική, αλλά φυσιολογική ή χαμηλή διαστολική αρτηριακή πίεση (και άρα υψηλή πίεση παλμού), έχουν ιδιαίτερα αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Η σχέση της αρτηριακής πίεσης με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι γραμμική, δηλαδή όσο μεγαλύτερη η αρτηριακή πίεση τόσο μεγαλύτερος ο καρδιαγγειακός κίνδυνος, σχέση που ισχύει τόσο για την πίεση που μετράται στο ιατρείο όσο και την πίεση που λαμβάνεται με μετρήσεις στο σπίτι, καθώς και μετά από 24ωρη καταγραφή (Holter πιέσεως).

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος που διατρέχει ο υπερτασικός ασθενής διαφοροποιείται ανάλογα με την παρουσία ταυτόχρονα και άλλων παραγόντων κινδύνου (όπως το κάπνισμα, η υπερλιπιδαιμία, το κληρονομικό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, οι διαταραχές μεταβολισμού του σακχάρου, η παχυσαρκία).

Έτσι, όσο περισσότεροι παράγοντες κινδύνου συγκεντρώνονται σε έναν ασθενή τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος που διατρέχει για μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, σε όλους τους υπερτασικούς ασθενείς θα πρέπει να εκτιμάται ο μελλοντικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά επεισόδια χρησιμοποιώντας μοντέλα καρδιαγγειακού κινδύνου όπως είναι το μοντέλο SCORE, όπου ανάλογα με την ηλικία, τις τιμές της αρτηριακής πίεσης, τις τιμές της ολικής χοληστερόλης και το κάπνισμα, υπολογίζεται ο κίνδυνος ενός ατόμου για θανατηφόρο καρδιαγγειακό επεισόδιο στα επόμενα 10 χρόνια.

Υπέρταση

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Το Παθολογικό Τμήμα στελεχώνεται από κορυφαίους Παθολόγους, συχνά με εκπαίδευση και εμπειρία σε διεθνούς φήμης πανεπιστήμια και νοσοκομεία του εξωτερικού.

Στο Παθολογικό Τμήμα συνεργάζονται με διεπιστημονική προσέγγιση ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων, όπως Παθολόγοι, Νεφρολόγοι, Ηπατολόγοι, Ρευματολόγοι, Ενδοκρινολόγοι, Διαβητολόγοι, Πνευμονολόγοι, Αιματολόγοι, Ογκολόγοι.

Στο Παθολογικό Τμήμα εφαρμόζονται διεθνή ιατρικά πρωτόκολλα.

Το Παθολογικό Τμήμα απολαμβάνει πλήρους υποστήριξης από τα υπερσύγχρονα εργαστήρια του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών, τα οποία διαθέτουν εξοπλισμό τελευταίας γενιάς και λειτουργούν σε 24ωρη βάση.

Το Παθολογικό Τμήμα συμμετέχει σε μεγάλο αριθμό Διεθνών, Πολυκεντρικών κλινικών μελετών των παθολογικών ειδικοτήτων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το Παθολογικό τμήμα είναι στελεχωμένο με κορυφαίο εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, ώστε να ανταποκρίνεται άμεσα στη διάγνωση αλλά κυρίως τη θεραπεία απλών, οξέων και χρόνιων παθήσεων, καθώς και να υποδεικνύει τις απαιτούμενες εργαστηριακές εξετάσεις και να καθορίζει την απαραίτητη θεραπευτική αγωγή.

Διακρίνεται στη διερεύνηση οξέων και χρόνιων παθολογικών προβλημάτων και την εφαρμογή των πλέον σύγχρονων θεραπευτικών και διαγνωστικών μεθόδων στο χώρο της Παθολογίας.

Το ευρύτατο αυτό αντικείμενο, υπηρετείται και υποστηρίζεται από δίκτυο επιστημονικών συνεργατών διαφόρων ιατρικών ειδικοτήτων με στόχο την πλέον σφαιρική και ολιστική αντιμετώπιση του ασθενή.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Στον Όμιλο Ιατρικού Αθηνών, κορυφαίοι Παθολόγοι προσεγγίζουν τα νοσήματα συνδυάζοντας την κλινική εικόνα με τα αποτελέσματα των εξειδικευμένων εργαστηρίων του Ομίλου.

Με διεπιστημονική προσέγγιση, συνεργάζονται ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων, όπως:

Οι δραστηριότητες του τμήματος συνίστανται σε:

  • Καθημερινή επίσκεψη της ομάδας των Παθολόγων στους ασθενείς.
  • Προγραμματισμό του απαιτούμενου εργαστηριακού ελέγχου και καθορισμό της συνιστώμενης θεραπευτικής αγωγής.
  • Διενέργεια των απαραίτητων διαγνωστικών και παρεμβατικών εξετάσεων.
  • Διερεύνηση οξέων και χρόνιων παθολογικών προβλημάτων.
  • Υποστήριξη των νοσηλευομένων ασθενών των άλλων ειδικοτήτων οι οποίοι έχουν προβλήματα που άπτονται της Παθολογίας.
  • Καθημερινή συζήτηση των προβλημάτων και της πορείας των ασθενών από όλη την ομάδα και βιβλιογραφική ενημέρωση όσον αφορά τις παθήσεις των νοσηλευομένων ή τις τελευταίες θεραπευτικές και διαγνωστικές εξελίξεις στο χώρο της Παθολογίας.

Στο Παθολογικό τμήμα γίνεται ουσιαστική και ταχεία αντιμετώπιση σε πολυσύνθετα, χρόνια αλλά και μακροχρονίως αδιάγνωστα περιστατικά.

Συνίσταται για την παρακολούθηση και παροχή θεραπευτικών ή προληπτικών οδηγιών για ασθενείς με:

Υπέρταση

  • Ρύθμιση θεραπείας – Παρακολούθηση
  • Έλεγχος οργάνων – στόχων σε συνδυασμό με απεικονιστικές μεθόδους
  • Διερεύνηση αιτιολογίας δευτεροπαθών μορφών υπέρτασης
  • Εφαρμογή HOLTER αρτηριακής πίεσης (24ωρη καταγραφή)

Σακχαρώδη Διαβήτη

  • Ενημέρωση – Διαιτολόγια
  • Εργαστηριακή παρακολούθηση (Βιοχημικός έλεγχος, HbA1C)
  • Ινσουλινοθεραπεία
  • Δοκιμασία ανοχής γλυκόζης
  • Έλεγχος οργάνων – στόχων και διαβητικών επιπλοκών

Προληπτικός Έλεγχος (Check Up)

  • Προληπτικός έλεγχος
  • Ειδικές ομάδες κινδύνου
  • Εξετάσεις για την αποκάλυψη πιθανής προδιάθεσης ή λανθάνοντος νόσου
  • Οδηγίες για βελτίωση του τρόπου ζωής, διατροφής και επιπρόσθετων παραγόντων κινδύνου

Στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) συντελείται ιατρική πρώτης γραμμής με πιστοποιημένη και πλήρως αποτελεσματική αντιμετώπιση του επείγοντος.

Στόχος του Παθολογικού τμήματος είναι να μην μείνει κανένας ασθενής αδιάγνωστος!

ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Ως παχυσαρκία ορίζεται η αύξηση του λίπους πάνω από κάποια όρια. Στους ενήλικες η παχυσαρκία εκτιμάται με το Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI).

Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) παρουσιάζει ευθεία συσχέτιση με την ποσότητα του σωματικού λίπους τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), στους ενήλικες η παχυσαρκία ορίζεται ως ΒΜΙ ίσο ή μεγαλύτερο από 30 kg/m2 και το υπερβάλλον βάρος ως ΒΜΙ 25-30 kg/m2.

Η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται ως ασθένεια πλέον, γιατί επηρεάζει αρνητικά την υγεία, οδηγεί στη μείωση του προσδόκιμου ζωής και συντελεί στην εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων.

Ειδικότερα, η παχυσαρκία αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης νόσων και ιδιαίτερα καρδιοπάθειας, διαβήτη τύπου 2, αποφρακτικής υπνικής άπνοιας, οστεοαρθρίτιδας και ορισμένων μορφών καρκίνου.

Η παχυσαρκία θεωρείται αποτέλεσμα της αυξημένης πρόσληψης τροφών σε συνδυασμό με την έλλειψη σωματικής άσκησης και τη γενετική προδιάθεση, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις για την παχυσαρκία ευθύνονται ενδοκρινικές διαταραχές, φάρμακα ή και ψυχικές νόσοι.

Επιπλοκές

Η παχυσαρκία ευθύνεται για µία πληθώρα νοσημάτων, όπως:

  • Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2: Το υπερβολικό βάρος αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2, που οφείλεται κυρίως στην αντοχή στην ινσουλίνη. Χωρίς αγωγή είναι µαθηµατικά βέβαιες οι επιπλοκές του διαβήτη που αφορούν τα αγγεία, τους νεφρούς και τα µάτια.
  • Αρτηριακή υπέρταση και καρδιοαγγειακά προβλήµατα: Η υπέρταση προκαλεί βλάβες στην καρδιά και τα αγγεία, κυρίως του εγκεφάλου και των νεφρών.
  • Προβλήµατα στις αρθρώσεις: Οι αρθρώσεις, οι οποίες δε µπορούν να αντέξουν για µεγάλο χρονικό διάστηµα τα υπερβολικά κιλά, καταστρέφονται προοδευτικά. Το αποτέλεσµα είναι η εµφάνιση αρθρίτιδας, κυρίως στα ισχία και τα γόνατα.
  • Αναπνευστικές διαταραχές: Το άσθµα και η δύσπνοια στην κόπωση, είναι πολύ συχνές διαταραχές των παχύσαρκων. Το σύνδροµο της υπνικής άπνοιας είναι µία πολύ σοβαρή επιπλοκή της παχυσαρκίας, διότι κατά τη διάρκεια του ύπνου σταµατά η αναπνοή και µειώνεται η παροχή οξυγόνου στον οργανισµό.
  • Χολολιθίαση: Η χολή, υπερκορεσµένη σε χοληστερόλη, γίνεται λιθογόνος µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης επιπλοκών, όπως η χολοκυστίτιδα ή η παγκρεατίτιδα.
  • Γαστροοισοφαγική παλινδρόµηση: Ευνοείται από τη διάταση του διαφράγµατος και την ενδοκοιλιακή αύξηση της πίεσης, λόγω του πάχους. Αποτέλεσµα της παλινδρόµησης είναι η οισοφαγίτιδα, δηλαδή χηµικό έγκαυµα του οισοφάγου, η οποία απαιτεί συγκεκριµένη αγωγή.
  • Δυσλιπιδαιµία: ∆ιαταραχές του µεταβολισµού των λιπιδίων.
  • Υπογονιµότητα και διαταραχές της περιόδου: Η υπερβολική αύξηση του λίπους αυξάνει το επίπεδο των οιστρογόνων και προκαλεί διαταραχές της περιόδου και υπογονιµότητα.
  • Ακράτεια ούρων: Ακράτεια ούρων, η οποία οφείλεται στην αυξηµένη ενδοκοιλιακή πίεση και τις διαταραχές της στατικής της πυέλου που προκαλεί.
  • Κατάθλιψη: Είναι αποτέλεσµα των χρόνιων ενοχληµάτων, της αποτυχίας της δίαιτας και της κακής εικόνας που αποκτά για τον εαυτό του το άτοµο.
  • Καρκίνος: Υπάρχει αυξηµένος κίνδυνος για καρκίνο του νεφρού για άντρες και γυναίκες, καθώς επίσης κίνδυνος καρκίνου του µαστού και της µήτρας στις γυναίκες.

Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοούµε τον κοινωνικό και οικογενειακό αποκλεισµό, ο οποίος συνδέεται µε δυσκολία στην αναζήτηση εργασίας στην επαγγελµατική εξέλιξη, στις ενδυµατολογικές επιλογές, κ.λπ.

Θεραπεία

Η χειρουργική της παχυσαρκίας κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια λόγω των µετρίων αποτελεσμάτων που έχουν οι φαρμακευτικές λύσεις, αλλά και οι δίαιτες.

Τα τελευταία 15 χρόνια, µε την καθιέρωση της λαπαροσκόπησης στην καθηµερινή χειρουργική πρακτική, επετράπη µία πραγµατική αύξηση των βαριατρικών επεµβάσεων, οι οποίες γρήγορα έγιναν ανώδυνες και εξαιρετικά αποτελεσµατικές.

Παχυσαρκία

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μία χρόνια πάθηση, η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών. Η κύρια και κοινή διαταραχή σε όλες τις μορφές διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία, δηλαδή οι αυξημένες τιμές σακχάρου στο αίμα.

Διακρίνεται στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ, στο διαβήτη κυήσεως και σε άλλους ειδικούς, σπάνιους τύπους.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου Ι οφείλεται στην καταστροφή των Β κυττάρων του παγκρέατος, τα οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν την ορμόνη ινσουλίνη. Έτσι, σε αυτόν τον τύπο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται απόλυτη έλλειψη ινσουλίνης και για τη θεραπεία αυτού είναι απαραίτητη η εξωγενής χορήγησης ινσουλίνης.

Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχής της έκκρισης αλλά και της δράσης της ινσουλίνης (αντίσταση των ιστών στην ινσουλίνη).

Περισσότερα από 350 εκατομμύρια άτομα, πάσχουν σήμερα από σακχαρώδη διαβήτη παγκοσμίως, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς είναι αδιάγνωστοι.

Παράγοντες κινδύνου σακχαρώδη διαβήτη

Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδους διαβήτη είναι η παχυσαρκία, η απουσία άσκησης, η κληρονομικότητα, οι γυναίκες με ιστορικό γέννησης υπέρβαρου τέκνου ή που πάσχουν από το σύνδρομο των πολυκυστικω?ν ωοθηκών, η υπέρταση, το ιστορικό καρδιαγγειακού επεισοδίου και άλλοι.

Γιατί είναι σημαντικό να ρυθμίζουμε τις τιμές σακχάρου;

Σημαντικό βήμα στη θεραπεία και στη ρύθμιση των σακχάρων αίματος αποτελεί η σωστή εκπαίδευση των διαβητικών ασθενών, προκειμένου να τηρηθούν κατ΄ αρχήν οι υγιεινοδιαιτητικές οδηγίες που θα δοθούν από τον ειδικό ιατρό.

Η καλή ρύθμιση των σακχάρων αίματος μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της εμφάνισης των επιπλοκών του σακχαρώδη διαβήτη.

Διάγνωση σακχαρώδους διαβήτη

Η διάγνωση του διαβητικού ασθενούς γίνεται με τη μέτρηση του πρωινού σακχάρου αίματος ή των τιμών σακχάρων κατά τη διάρκεια της καμπύλης γλυκόζης.

Στη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη χρησιμοποιείται, επίσης, η μέτρηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c), η οποία αντανακλά το μέσο όρο των σακχάρων του τελευταίου τριμήνου.

Τί είναι ο προδιαβήτης;

Προδιαβητικά ονομάζονται τα άτομα που έχουν τιμές σακχάρου υψηλότερες των φυσιολογικών, όχι, όμως, τόσο υψηλές για να χαρακτηριστούν διαβητικοί.

Χρησιμοποιούμε τον όρο «προδιαβήτη» για να υποδείξουμε το σχετικά υψηλό κίνδυνο για μελλοντική ανάπτυξη διαβήτη και καρδιαγγειακής νόσου.

Ποιά άτομα πρέπει να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη;

Άτομα ασυμπτωματικά, μη παχύσαρκα και χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλουν να ελεγχθούν για σακχαρώδη διαβήτη στην ηλικία των 45 χρόνων.

Νωρίτερα οφείλουν να ελέγχονται τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα και έχουν κάποιο επιπλέον παράγοντα κινδύνου, όπως έλλειψη άσκησης, συγγενείς πρώτου βαθμού με διαγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη, ή πάσχουν από υπέρταση, δυσλιπιδαιμία ή καρδιαγγειακή νόσο.

Επίσης, πρέπει να ελέγχονται τακτικά οι υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κυήσεως ή έχουν γεννήσει υπέρβαρα νεογνά.

Πρόληψη σακχαρώδους διαβήτη

Τα άτομα με προδιαβήτη πρέπει να παρακολουθούνται για την ανάπτυξη διαβήτη από τους ειδικούς τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η αλλαγή στον τρόπο ζωής μπορεί να μειώσει το ποσοστό εξέλιξης σε σακχαρώδη διαβήτη και μάλιστα είναι πιο αποτελεσματική ακόμα και από τη χορήγηση αντιδιαβητικών φαρμάκων.

Οι ασθενείς με προδιαβήτη θα πρέπει να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες που θα λάβουν από τον ιατρό τους με στόχο την απώλεια βάρους και την αύξηση της σωματικής τους δραστηριότητας.

Γενικά, συνιστάται ήπιας-μέτριας έντασης άσκηση για τουλάχιστον 150 λεπτά εβδομαδιαίως.

Το σχετικά γρήγορο βάδισμα για μόλις 30 λεπτά την ημέρα καλύπτει τις ανάγκες για σωματική άσκηση του προδιαβητικού.

Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπίζονται και άλλοι συνυπάρχοντες παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Θεραπευτικοί στόχοι σακχαρώδους διαβήτη

Οι τιμές της γλυκόζης νηστείας πρέπει να είναι μεταξύ 70 και 130mg/dl, ενώ σημαντική είναι και η ρύθμιση των μεταγευματικών σακχάρων (η μέτρηση αυτών γίνεται δύο ώρες μετά τα γεύματα).

Οι στόχοι, όμως, πρέπει να εξατομικεύονται ανάλογα με τον διαβητικό ασθενή και ανάλογα με άλλους παράγοντες, όπως η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη, η ηλικία, το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς και άλλους.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η ικανότητα του διαβητικού ασθενούς να αντιληφθεί τις υπογλυκαιμίες.

Η ανεπίγνωστη υπογλυκαιμία, δηλαδή όταν ο ίδιος ο διαβητικός ασθενής δεν αντιλαμβάνεται τις χαμηλές τιμές σακχάρου, αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα για τη ρύθμιση των σακχάρων και στους ασθενείς αυτούς οι θεραπευτικοί μας στόχοι είναι συνήθως λιγότερο αυστηροί.

Ταυτόχρονα με τη ρύθμιση των σακχάρων αίματος οφείλουμε να δώσουμε μεγάλη προσοχή και σε άλλες συνυπάρχουσες διαταραχές, όπως η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Αντιμετώπιση σακχαρώδους διαβήτη

Το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι η δίαιτα και η άσκηση. Ακόμα και όταν είναι απαραίτητη η προσθήκη φαρμακευτικής αγωγής, δεν πρέπει ποτέ να παραλείπουμε τις υγειινοδιαιτητικές οδηγίες.

Εξάλλου, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόμα και μικρή απώλεια βάρους σε συνδυασμό με άσκηση επαρκούν για τη ρύθμιση των σακχάρων σε άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ.

Κι ενώ στο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι είναι απαραίτητη η χορήγηση ινσουλίνης, η έναρξη της θεραπευτικής αγωγής στους ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ γίνεται με αντιδιαβητικά δισκία.

Έτσι, όταν η αλλαγή στον τρόπο ζωής (δίαιτα και άσκηση) δεν επαρκεί, γίνεται σταδιακή προσθήκη αντιδιαβητικών δισκίων μέχρι να επιτευχθούν οι γλυκαιμικοί στόχοι.

Η χορήγηση ινσουλίνης στους πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΙ είναι απαραίτητη όταν οι τιμές σακχάρου εξακολουθούν να είναι υψηλές παρά τις διατροφικές οδηγίες και τη λήψη αντιδιαβητικών δισκίων.

Η συνήθης πρακτική περιλαμβάνει τη διατήρηση των αντιδιαβητικών δισκίων και την προσθήκη σε αυτά μίας δόσης ινσουλίνης (χορήγηση βασικής ινσουλίνης).

Καθώς αυξάνεται η διάρκεια του διαβήτη και μειώνεται η ικανότητα των β-κυττάρων του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, είναι δυνατόν να απαιτηθούν πολλαπλές ενέσεις ινσουλίνης για τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας.

Χρόνιες επιπλοκές σακχαρώδη διαβήτη

Οι χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη μπορούν να μειωθούν μέσω της καλής ρύθμισης των σακχάρων αίματος.

Τα όργανα στόχοι που προσβάλλονται από το σακχαρώδη διαβήτη είναι οι οφθαλμοί, οι νεφροί, το νευρικό σύστημα και τα αγγεία της καρδιάς, του εγκεφάλου και των περιφερικών αρτηριών.

Όσον αφορά στους οφθαλμούς, η λεγόμενη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η βλάβη των μικρών αγγείων των οφθαλμών και χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε τύφλωση.

Ο έλεγχος σε οφθαλμίατρο για διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια οφείλει να αρχίζει νωρίς, με τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη, και πολύ πριν ο ασθενής αποκτήσει συμπτώματα. Πρέπει να επαναλαμβάνεται τουλάχιστον μία φορά το χρόνο.

Η προσβολή των νεφρών ονομάζεται διαβητική νεφροπάθεια και είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αιμοκάθαρσης παγκοσμίως. Η διαβητική νεφροπάθεια είναι ασυμπτωματική στα αρχικά στάδια της νόσου και για το λόγο αυτό οι διαβητικοί ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε τουλάχιστον ετήσια εξέταση των ούρων για απέκκριση λευκώματος.

Η διαβητική νευροπάθεια διακρίνεται σε:

  • περιφερική διαβητική νευροπάθεια, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με συμπτώματα από τα κάτω άκρα, όπως αιμωδίες, άλγος, αίσθημα καύσους και άλλα, και στη
  • διαβητική νευροπάθεια του αυτονόμου νευρικού συστήματος, στην οποία μπορεί να παρατηρηθούν συμπτώματα από το στομάχι (γαστροπάρεση), διαταραχή της ούρησης και των κενώσεων (διάρροιες ή δυσκοιλιότητα), ορθοστατική υπόταση, στυτική δυσλειτουργία και άλλα.

Η προσβολή των μεγάλων αγγείων αφορά κυρίως στα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς, στις καρωτίδες, και στα αγγεία των κάτω άκρων, γνωστή και ως μακροαγγειοπάθεια, και μπορεί να εκδηλωθεί ως στηθάγχη ή ακόμα και οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικά επεισόδια ή διαλείπουσα χωλότητα (άλγος στα κάτω άκρα κατά τη βάδιση).

Τέλος, το «διαβόητο» διαβητικό πόδι οφείλεται στην περιφερική νευροπάθεια ή/και περιφερική αρτηριοπάθεια ενώ πολλές φορές συνυπάρχει κάποιος τραυματισμός του ποδιού που δεν έγινε αντιληπτός, αφού μέσω της περιφερικής νευροπάθειας καταργείται/μειώνεται η αίσθηση του πόνου στους διαβητικούς ασθενείς αυτούς και εάν δεν υπάρξει έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε ακρωτηριασμό.

Η αρτηριακή υπέρταση είναι μία χρόνια πάθηση κατά την οποία σημειώνεται συστηματική αύξηση συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πίεση.

Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για μελλοντικά θανατηφόρα και μη καρδιαγγειακά επεισόδια (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα μυοκαρδίου, αιφνίδιο θάνατο, καρδιακή ανεπάρκεια, περιφερική αρτηριοπάθεια), όπως και νεφρική ανεπάρκεια.

Μέχρι την ηλικία των 50 ετών, η διαστολική (η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά χαλαρώνει μετά τη συστολή) αρτηριακή πίεση είναι αυτή που συμβάλλει περισσότερο στον καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Μετά την ηλικία των 50 ετών, η συστολική αρτηριακή πίεση (η πίεση που ασκείται στις αρτηρίες όταν η καρδιά συστέλλεται και τις τροφοδοτεί με αίμα) είναι αυτή που προβλέπει καλύτερα το μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Σε άτομα άνω των 65 ετών, η πίεση παλμού (δηλ. η διαφορά «συστολικής – διαστολικής» αρτηριακής πίεσης) έχει πρόσθετη προγνωστική αξία. Σύμφωνα με μελέτες, τα ηλικιωμένα άτομα που έχουν υψηλή συστολική, αλλά φυσιολογική ή χαμηλή διαστολική αρτηριακή πίεση (και άρα υψηλή πίεση παλμού), έχουν ιδιαίτερα αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Η σχέση της αρτηριακής πίεσης με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι γραμμική, δηλαδή όσο μεγαλύτερη η αρτηριακή πίεση τόσο μεγαλύτερος ο καρδιαγγειακός κίνδυνος, σχέση που ισχύει τόσο για την πίεση που μετράται στο ιατρείο όσο και την πίεση που λαμβάνεται με μετρήσεις στο σπίτι, καθώς και μετά από 24ωρη καταγραφή (Holter πιέσεως).

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος που διατρέχει ο υπερτασικός ασθενής διαφοροποιείται ανάλογα με την παρουσία ταυτόχρονα και άλλων παραγόντων κινδύνου (όπως το κάπνισμα, η υπερλιπιδαιμία, το κληρονομικό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, οι διαταραχές μεταβολισμού του σακχάρου, η παχυσαρκία).

Έτσι, όσο περισσότεροι παράγοντες κινδύνου συγκεντρώνονται σε έναν ασθενή τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος που διατρέχει για μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Υπέρτασης, σε όλους τους υπερτασικούς ασθενείς θα πρέπει να εκτιμάται ο μελλοντικός κίνδυνος για καρδιαγγειακά επεισόδια χρησιμοποιώντας μοντέλα καρδιαγγειακού κινδύνου όπως είναι το μοντέλο SCORE, όπου ανάλογα με την ηλικία, τις τιμές της αρτηριακής πίεσης, τις τιμές της ολικής χοληστερόλης και το κάπνισμα, υπολογίζεται ο κίνδυνος ενός ατόμου για θανατηφόρο καρδιαγγειακό επεισόδιο στα επόμενα 10 χρόνια.

Υπέρταση

ΓΙΑΤΙ ΕΜΑΣ

Το Παθολογικό Τμήμα στελεχώνεται από κορυφαίους Παθολόγους, συχνά με εκπαίδευση και εμπειρία σε διεθνούς φήμης πανεπιστήμια και νοσοκομεία του εξωτερικού.

Στο Παθολογικό Τμήμα συνεργάζονται με διεπιστημονική προσέγγιση ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων και υποειδικοτήτων, όπως Παθολόγοι, Νεφρολόγοι, Ηπατολόγοι, Ρευματολόγοι, Ενδοκρινολόγοι, Διαβητολόγοι, Πνευμονολόγοι, Αιματολόγοι, Ογκολόγοι.

Στο Παθολογικό Τμήμα εφαρμόζονται διεθνή ιατρικά πρωτόκολλα.

Το Παθολογικό Τμήμα απολαμβάνει πλήρους υποστήριξης από τα υπερσύγχρονα εργαστήρια του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών, τα οποία διαθέτουν εξοπλισμό τελευταίας γενιάς και λειτουργούν σε 24ωρη βάση.

Το Παθολογικό Τμήμα συμμετέχει σε μεγάλο αριθμό Διεθνών, Πολυκεντρικών κλινικών μελετών των παθολογικών ειδικοτήτων.