Μυοπεριτοναϊκό Σύνδρομο

Το μυοπεριτοναϊκό σύνδρομο είναι μία νευρομυϊκή πάθηση που προσβάλλει του μύες και τις περιτονίες.

Αποτελεί ένα περιοχικό σύνδρομο χρόνιου πόνου και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός ή περισσότερων επώδυνων σημείων πυροδότησης (trigger points).

Τα σημεία πυροδότησης διακρίνονται ανάλογα με τη θέση τους σε κύρια και δορυφορικά και ανάλογα με τη συμπτωματολογία που προκαλούν σε ενεργά και λανθάνοντα.

Τα κύρια σημεία πυροδότησης βρίσκονται κεντρικά στην περιοχή της νευρομυϊκής σύναψης (σημείο εισόδου του νεύρου στο μυ), ενώ τα δορυφορικά στις προσφύσεις του μυός (πιο περιφερικά).

Τα ενεργά σημεία πυροδότησης είναι μεν πολύ ευαίσθητα στην πίεση αλλά προκαλούν και αυτόματο μυϊκό πόνο ενώ τα λανθάνοντα προκαλούν πόνο μόνο κατά την ψηλάφηση.

Τα σημεία πυροδότησης εντοπίζονται κατά μήκος μίας τεταμένης μυϊκής δεσμίδας (ψηλαφητά οζίδια), κοντά στο σημείο της νευρομυϊκής σύναψης. Με την εφαρμογή πίεσης πάνω στο σημείο πυροδότησης αναπαράγεται ο πόνος του ασθενούς ενώ επίσης προκαλείται σύσπαση της τεταμένης μυϊκής δεσμίδας και αντανακλαστικός (αναφερόμενος) πόνος σε γειτονική περιοχή.

Το μυοπεριτοναϊκό σύνδρομο μπορεί να προσβάλλει διακριτές, μεμονωμένες μυϊκές ομάδες σε πολλαπλές και διαφορετικές ανατομικές περιοχές του σώματος, με αποτέλεσμα συχνά να εκδηλώνεται με ποικίλη τοπική συμπτωματολογία.

O πόνος είναι σταθερός, οξύς, εν τω βάθει, συνοδεύεται από περιορισμό του εύρους κινήσεων στην πάσχουσα περιοχή και επιδεινώνεται με το stress. Ο πόνος επιμένει ή επιδεινώνεται και συνήθως δεν υποχωρεί αυτόματα.

Συνοδεύεται σε χρόνιες περιπτώσεις από μυϊκή αδυναμία ή ατροφία, ενώ συχνά είναι και τα συμπτώματα διαταραχής του αυτόνομου νευρικού συστήματος (εφίδρωση, μεταβολές τοπικά της θερμοκρασίας, τοπικό οίδημα).

Το μυοπεριτοναϊκό σύνδρομο προκαλείται από υπέρχρηση ή καταπόνηση του προσβεβλημένου μυός, από επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς μίας μυϊκής ομάδας, από την υιοθέτηση κακής στάσης ή προβληματικών μοντέλων κίνησης, από παρατεταμένη ακινησία του μυός, από έκθεση σε κρύο ή υγρασία. Παθολογικές καταστάσεις οστών-σπονδυλικής στήλης, όπως η σπονδυλοαρθροπάθεια και η εκφυλιστική οστεοαρθρίτιδα μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση του συνδρόμου. Ακόμα και ορμονικές διαταραχές (δυσμηνόρροια, εμμηνόπαυση) δύνανται να προκαλέσουν εμφάνιση του συνδρόμου.

Η διάγνωση του μυοπεριτοναϊκού συνδρόμου, αφού προηγουμένως έχουν αποκλειστεί άλλες παθολογικές αιτίες μυοσκελετικού πόνου, είναι κλινική. Κατά την κλινική εξέταση ο θεράπων ιατρός αναζητά στον επώδυνο μυ μία δεσμίδα σκληρή, τεταμένη και σε σύσπαση και προσπαθεί με πίεση να αναπαράγει τον πόνο του ασθενούς. Η ψηλάφηση κατά την κλινική εξέταση του ασθενούς έστω και ενός σημείου trigger είναι διαγνωστική.

Οι φαρμακευτικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του μυοπεριτοναϊκού συνδρόμου είναι τα μη στερεοειδή αντιφλεγμονώδη, τα μυοχαλαρωτικά, σπασμολυτικά , αντιεπιληπτικά (πρεγκαμπαλίνη), αντικαταθλιπτικά (κυρίως αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης-νοραδρεναλίνης), ήπια οπιοειδή (τραμαδόλη).

Πρωταρχικής σημασίας είναι και η παρεμβατική απενεργοποίηση των σημείων trigger με διηθήσεις τοπικού αναισθητικού/κορτικοστερεοειδούς/ΜΣΑΦ (wet needling).