Σακχαρώδης Διαβήτης Κυήσεως
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης Κυήσεως αποτελεί μία ξεχωριστή μορφή σακχαρώδη διαβήτη, η οποία χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα σακχάρου, τα οποία ανιχνεύονται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η επίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως αυξάνεται συνεχώς παγκοσμίως αναλογικά και με την αύξηση της παχυσαρκίας, τη μείωση της φυσικής δραστηριότητας και την αύξηση της ηλικίας τεκνοποίησης.
Η παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος μεγαλύτερος των 30kg/m2), η μεγάλη ηλικία τεκνοποίησης, η ύπαρξη κληρονομικού ιστορικού σακχαρώδη διαβήτη σε συγγενή πρώτου βαθμού, ή σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως σε προηγούμενη εγκυμοσύνη αποτελούν παράγοντες αυξημένου κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως.
Οι κυήσεις που περιπλέκονται με σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως εμφανίζουν αυξημένα ποσοστά επιπλοκών στη μητέρα και στο παιδί.
Τα έμβρυα εμφανίζουν μεταξύ άλλων αυξημένο κίνδυνο μακροσωμίας (βάρος κυήματος μεγαλύτερου εκείνου που αντιστοιχεί στην ηλικία κύησης), περιγεννητικούς κινδύνους (τραύμα κατά τη γέννηση, δυστοκία των ώμων), αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικής θνησιμότητας και αποβολών, νεογνική υπογλυκαιμία, υπερχολερυθριναιμία, πολυδράμνιο και προβλήματα από το αναπνευστικό. Αυξάνεται η πιθανότητα καισαρικής τομής και προεκλαμψίας.
Οι γυναίκες με ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως έχουν, επίσης, αυξημένο κίνδυνονα αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στο μέλλον, ενώ και τα παιδιά των διαβητικών μητέρων έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν παχυσαρκία και σακχαρώδη διαβήτη στο μέλλον.
Μετά τη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως, καθίσταται απαραίτητη η στενή συνεργασία της εγκύου με το γυναικολόγο και το διαβητολόγο με στόχο την επίτευξη και τη διατήρηση της ευγλυκαιμίας (φυσιολογικών τιμών σακχάρων προ και μετ των γευμάτων) σε όλη τη διάρκεια της κύησης και τον τοκετό, για να προληφθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στο έμβρυο.
Η παρακολούθηση των διαβητικών εγκύων οφείλει να είναι συχνή (κάθε 1-2 εβδομάδες).
Σε περιπτώσεις Σακχαρώδους Διαβήτη Κυήσεως η αρχική προσέγγιση περιλαμβάνει τη διαιτητική παρέμβαση με τη χορήγηση διαιτολογίου (3 γεύματα και 3 γευματίδια και αποφυγή ευαπορρόφητων υδατανθράκων), την καθημερινή ήπια άσκηση (εφόσον αυτό είναι επιτρεπτό) και τη καθημερινή αυτόμετρηση των τιμών σακχάρου.
Εάν δεν επιτευχθούν οι στόχοι, τότε πάντα σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα, γίνεται έναρξη χορήγησης ινσουλίνης, η οποία αποτελεί ασφαλή θεραπεία για τη μητέρα και το έμβρυο.
Η θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη κυήσεως μειώνει τις μητρικές και νεογνικές επιπλοκές αλλά και τις επιπτώσεις στους απογόνους. Καθίσταται έτσι σαφές ότι η στενή παρακολούθηση και η ορθή θεραπεία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την καλή έκβαση της εγκυμοσύνης.
Μετά το πέρας της κυήσεως, είναι απαραίτητος ο επανέλεγχος με παρακολούθηση των σακχάρων αίματος για τις πρώτες ημέρες μετά τον τοκετό και κατόπιν επανελέγχου στους 3 μήνες καθώς και ετησίως.