Καθ’ έξιν αποβολές

Ως καθ' έξιν αποβολές ορίζονται η απώλεια τριών ή περισσότερων διαδοχικών κυήσεων.

Οι καθ’ έξιν αποβολές επηρεάζουν το 1% των ζευγαριών, ενώ έχει υπολογιστεί ότι 1-2% των κυήσεων 2ου τριμήνου καταλήγουν σε αποβολή πριν τις 24 εβδομάδες.

Καθ' έξιν αποβολές είναι μία ετερογενής κατάσταση που έχει πολλά πιθανά αίτια, ενώ πολλοί παράγοντες ταυτόχρονα μπορεί να συμβάλλουν στην εμφάνισή τους.

Οι παράγοντες που ενοχοποιούνται για καθ’ έξιν αποβολές μπορεί να είναι:

  • Επιδημιολογικοί (ηλικία της μητέρας, του πατέρα, ο αριθμός των προηγούμενων αποβολών και περιβαλλοντικοί παράγοντες)
  • Ανοσολογικοί (αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο και κληρονομική θρομβοφιλία)
  • Γενετικοί (χρωμοσωμικές ανωμαλίες)
  • Ανατομικοί (συγγενείς ανωμαλίες της μήτρας)
  • Ανεπάρκεια τραχήλου
  • Ενδοκρινικοί (υποθυρεοειδισμός, σακχαρώδης διαβήτης, παχυσαρκία, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών)
  • Άλλοι (υψηλά επίπεδα ομοκυστεΐνης, χαμηλά επίπεδα φυλλικού οξέος, λοιμώξεις, περιβαλλοντικές τοξίνες)

Διερεύνηση ζεύγους με καθ’ έξιν αποβολές

Τα ζευγάρια με καθ’ έξιν αποβολές πρέπει να υποβάλλονται σε έλεγχο που να περιλαμβάνει:

  • Ιστορικό (Μαιευτικό, ατομικό αναμνηστικό, οικογενειακό)
  • Γενική εξέταση αίματος
  • Καμπύλη σακχάρου και γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη
  • Δοκιμασίες θυρεοειδικής λειτουργίας
  • Διακολπικό υπερηχογράφημα / υστεροσαλπιγγογραφία
  • Υστεροσκόπηση / Λαπαροσκόπηση
  • Αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα
  • Ομοκυστεΐνη, MTHFR, φυλλικό οξύ
  • Έλεγχος θρομβοφιλίας
  • Κυτταρογενετική / Ιστοπαθολογική μελέτη προϊόντων αποβολής
  • Καρυότυπος περιφερικού αίματος γονέων

Αντιμετώπιση καθ’ έξιν αποβολών

Η αντιμετώπιση των καθ’ έξιν αποβολών είναι εξατομικευμένη, ανάλογα με την κάθε ασθενή και με την υποκείμενη αιτία.

Έτσι:

Σε έγκυες γυναίκες με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, θα πρέπει να χορηγείται ασπιρίνη χαμηλής δόσης σε συνδυασμό με χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη.

Τα κορτικοστεροειδή και η ενδοφλέβια ανοσοθεραπεία με ανοσοσφαιρίνη δε βελτιώνουν τα ποσοστά ζώντων γεννήσεων σ΄ αυτές τις γυναίκες. Αντίθετα μπορεί να προκαλέσουν σημαντική μητρική και εμβρυϊκή νοσηρότητα.

Σε περιπτώσεις χρωμοσωμικών ανωμαλιών, η ανεύρεση παθολογικού καρυοτύπου στο περιφερικό αίμα ενός εκ των δύο γονέων, χρήζει παραπομπής σε κλινικό γενετιστή.

Στις περιπτώσεις αυτές, η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση με εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) προτείνεται ως θεραπευτική επιλογή.

Στις περιπτώσεις που υπάρχει ανεπάρκεια τραχήλου της μήτρας, η περίδεση (τοποθέτηση ράμματος στο έσω στόμιο του τραχήλου υπό γενική αναισθησία), σχετίζεται με πιθανούς κινδύνους από την επέμβαση, και με κίνδυνο διέγερσης σε μυομητρική δραστηριότητα, και ως εκ τούτου πρέπει να συστήνεται σε γυναίκες που πιθανόν να ωφεληθούν από αυτή.

Γυναίκες με ιστορικό αποβολών 2ου τριμήνου και υποψία τραχηλικής ανεπάρκειας που δεν έχουν υποβληθεί σε περίδεση, πρέπει να ελέγχονται με διαδοχικά υπερηχογραφήματα.

Σε γυναίκες με μονήρη κύηση και ιστορικό μίας αποβολής 2ου τριμήνου λόγω τραχηλικών αιτίων, θα πρέπει να προσφέρεται η περίδεση σε μήκος τραχήλου κάτω από 25 χιλιοστά πριν τις 24 εβδομάδες της κύησης.

Σε περιπτώσεις ενδοκρινοπαθειών, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η υποκείμενη αιτία. Θα πρέπει συνεπώς να ρυθμίζεται καλά το σάκχαρο του αίματος και η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, συνήθως με χορήγηση φαρμάκων αλλά και τροποποίηση του τρόπου ζωής.

Όσον αφορά στην κληρονομική θρομβοφιλία, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να τεκμηριώνουν στην αξία της χορήγησης ηπαρίνης για την πρόληψη των καθ’ έξιν αποβολών στο 1ο τρίμηνο, αλλά η χορήγηση ηπαρίνης κατά τη διάρκεια της κύησης βελτιώνει το ποσοστό των ζώντων γεννήσεων σε γυναίκες με αποβολές που σχετίζονται με κληρονομική θρομβοφιλία στο 2ο τρίμηνο.