Καρκινικός Πόνος
Ο καρκινικός πόνος οφείλεται είτε στην ίδια τη νόσο είτε στη θεραπεία που χορηγείται στον ασθενή (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, ορμονοθεραπεία). Ο καρκίνος προκαλεί πόνο είτε διηθώντας είτε πιέζοντας κατά την εξάπλωση του όργανα, οστά, στοιχεία του νευρικού ή άλλες δομές του οργανισμού.
Παράλληλα, η χημειοθεραπεία ενοχοποιείται για περιφερική νευροπάθεια και μυϊκό πόνο, η ακτινοθεραπεία για οστεονέκρωση, μυελοπάθεια, νευροπάθεια, νευρική πλεγματοπάθεια και μετακτινική ίνωση, και η ανοσοθεραπεία για πόνο μυών και αρθρώσεων.
Ο καρκινικός πόνος μπορεί να είναι αλγαισθητικός, νευροπαθητικός ή μεικτός (συνδυασμός και των δύο). Ο αλγαισθητικός διαχωρίζεται σε σωματικό, ο οποίος μπορεί να είναι επιπολής (προσβολή δέρματος) ή εν τω βάθει ( προσβολή μυών, αρθρώσεων, αγγείων, τενόντων) και σε σπλαχνικό.
Ο δερματικός πόνος τις περισσότερες φορές είναι οξύς και εντοπισμένος ενώ ο εν τω βάθει βύθιος και διάχυτος.
Ο σπλαχνικός πόνος είναι διάχυτος και πολύ δύσκολα εντοπιζόμενος, καθώς προβάλλει και σε δερματικές περιοχές (αναφερόμενος πόνος).
Ψυχοσυναισθηματικοί παράγοντες όπως το άγχος, ο φόβος, η κατάθλιψη συντελούν καθοριστικά στη διατήρηση και μεγέθυνση του πόνου.
Η κατηγοριοποίηση του καρκινικού πόνου γίνεται με βάση τη διάρκεια (οξύς-χρόνιος), την ένταση, τους χαρακτήρες του, την παθοφυσιολογία που υποκρύπτει, τον τύπο και τη σταδιοποίηση του καρκίνου.
Ο θεράπων ιατρός εκτός από την λεπτομερή κλινική εξέταση και τη λήψη του ιστορικού θα πρέπει να διαθέτει πρόσφατες αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις (μαγνητική ή αξονική τομογραφία, σπινθηρογράφημα οστών,) έτσι ώστε να έχει πλήρη εικόνα της παθογένεσης του καρκινικού πόνου.
Για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου χρησιμοποιείται η κλιμακωτή προσέγγιση σε τρία επίπεδα, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Στο πρώτο επίπεδο χορηγούνται μη οπιοειδή αναλγητικά (ασπιρίνη, ακετάμινοφαινη, μη στερεοειδή αντιφλεγμονώδη) και άλλα συμπληρωματικά φάρμακα όπως αντικαταθλιπτικά (αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, σεροτονίνης-αδρεναλίνης), αντιεπιληπτικά (πρεγκαμπαλίνη), κορτικοστερεοειδή, φαινοθειαζίδες, τοπικά αναισθητικα, φάρμακα ειδικά για οστικό πόνο.
Αν ο πόνος επιμένει, η φαρμακευτική αγωγή προχωρά στο δεύτερο επίπεδο, στο οποίο χορηγούνται τα παραπάνω φάρμακα σε συνδυασμό με ήπια οπιοειδή (κωδεΐνη, τραμαδόλη, οξυκωδόνη, ταπεταντόλη).
Σε περίπτωση ανεπαρκούς αναλγησίας η αγωγή προχωρά στο τρίτο επίπεδο και στα μη οπιοιειδή-συμπληρωματικά φάρμακα του πρώτου επιπέδου προστίθενται πιο ισχυρά οπιοειδή (μορφίνη, φεντανύλη, υδρομορφόνη, οξυμορφόνη).
Η μεγάλη επανάσταση που έφερε η εξειδίκευση στη θεραπεία του πόνου είναι ότι έχει πλέον προστεθεί και τέταρτο σκαλοπάτι στην αναθεωρημένη κλίμακα της αντιμετώπισης του καρκινικού πόνου.
Δε νοείται ο ασθενής που πάσχει από καρκινικό πόνο να υποθεραπεύεται και να υποβαθμίζεται η ποιότητα ζωής του.
Έτσι λοιπόν, εάν έπειτα και από το τρίτο σκαλοπάτι θεραπείας ο καρκινικός πόνος επιμένει, ο θεράπων ιατρός οφείλει να εφαρμόσει παρεμβατικές τεχνικές όπως οι νευρικοί ή νευρολυτικοί αποκλεισμοί, ο καυτηριασμός νεύρων, η συνεχής ή κατ' επίκληση χορήγηση οπιοειδών και άλλων παραγόντων υπαραχνοειδώς, επισκληριδίως ή ενδοφλεβίως, με τη βοήθεια αντλιών.
Οι φαρμακευτικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται στις αντλίες είναι συνήθως οπιοειδή (μορφίνη, υδρομορφόνη), τοπικά αναισθητικά, σπασμολυτικοί παράγοντες (βακλοφένη), κλονιδίνη.
Ο θεράπων ιατρός οφείλει να γνωρίζει τις ενδείξεις χορήγησης του κάθε φαρμακευτικού παράγοντα και να καθορίζει το φαρμακευτικό μείγμα, το ρυθμό και την οδό χορήγησης του.
Οι παρεμβατικές τεχνικές του τετάρτου επιπέδου αντιμετώπισης του καρκινικού πόνου εφαρμόζονται με υπευθυνότητα στο Κέντρο Πόνου.