
Το Σύνδρομο Ανήσυχων Ποδιών (Restless Legs Syndrome - RLS)
Επιστημονική επιμέλεια: Διαγόρας Ζαργάνης, Παιδίατρος, Διευθυντής Β’ Παιδιατρικής Κλινικής, Παιδιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Το Σύνδρομο Ανήσυχων Ποδιών (Restless Legs Syndrome - RLS), γνωστό και ως νόσος Willis-Ekbom, αποτελεί μια νευρολογική αισθητικοκινητική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επείγουσα και συχνά δυσάρεστη ανάγκη για κίνηση των κάτω άκρων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις ανάπαυσης και κατά τις βραδινές ώρες.
Αν και συναντάται κυρίως στον ενήλικο πληθυσμό, μπορεί να εκδηλωθεί και σε παιδιά, στα οποία συχνά υποδιαγιγνώσκεται λόγω άτυπης συμπτωματολογίας ή δυσκολίας στη λεκτική περιγραφή των αισθημάτων από τα ίδια τα παιδιά.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν παραισθησίες, δηλαδή μη φυσιολογικές αισθήσεις στα κάτω άκρα τις μυρμηγκίαση, αίσθηση καύσου ή πίεσης, καθώς και μια αίσθηση σαν κάτι να σέρνεται ή να κινείται κάτω από το δέρμα. Τα συμπτώματα αυτά εντείνονται κατά την ανάπαυση, υποχωρούν με την κίνηση και παρουσιάζουν ημερήσια διακύμανση με επιδείνωση τις βραδινές ώρες. Παρόλο που αφορούν κυρίως τα κάτω άκρα, σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να επηρεάζονται και τα άνω άκρα ή ο κορμός. Οι επιπτώσεις του RLS στην παιδική ηλικία είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς η διαταραχή μπορεί να διαταράσσει σημαντικά τον ύπνο, οδηγώντας σε χρόνια κόπωση, δυσκολίες συγκέντρωσης, μειωμένη σχολική απόδοση και προβλήματα συμπεριφοράς, τις ευερεθιστότητα ή υπερκινητικότητα.
Η διάγνωση του RLS βασίζεται αποκλειστικά σε κλινικά κριτήρια, τις έχουν οριστεί από τον International Restless Legs Syndrome Study Group (IRLSSG). Τα βασικά κριτήρια περιλαμβάνουν την επιτακτική ανάγκη για κίνηση των άκρων, την παρουσία ή επιδείνωση των συμπτωμάτων σε κατάσταση ανάπαυσης, τη βελτίωση με την κίνηση και την εντονότερη εμφάνιση των συμπτωμάτων το βράδυ ή τη νύχτα. Επιπλέον, απαιτείται αποκλεισμός άλλων καταστάσεων που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα συμπτώματα. Η αξιολόγηση στα παιδιά είναι ιδιαίτερη, καθώς συχνά απαιτεί περιγραφή από τις γονείς και συνεργασία με το παιδί. Χρήσιμα εργαλεία είναι τα ημερολόγια ύπνου, τα ερωτηματολόγια για τον ύπνο και, σε επιλεγμένες περιπτώσεις, η πολυυπνογραφία.
Η συννοσηρότητα του RLS με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) είναι σημαντική. Έρευνες δείχνουν ότι περίπου το 25% των παιδιών με RLS εμφανίζουν συμπτώματα ΔΕΠΥ, ενώ έως και το 44% των παιδιών με ΔΕΠΥ μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα RLS. Η συσχέτιση αυτή αποδίδεται σε πιθανούς κοινούς παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς, τις η δυσλειτουργία των ντοπαμινεργικών συστημάτων και η έλλειψη σιδήρου, η οποία σχετίζεται και με τις δύο καταστάσεις.
Πότε είναι απαραίτητη η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας
Η αναζήτηση ιατρικής βοήθειας είναι απαραίτητη όταν τα συμπτώματα επηρεάζουν την ποιότητα ζωής του παιδιού, την επάρκεια του ύπνου ή τη συμπεριφορά και τη μαθησιακή του απόδοση. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται έλεγχος των επιπέδων φερριτίνης, προκειμένου να αξιολογηθεί η κατάσταση των αποθηκών σιδήρου, και, εφόσον ενδείκνυται, χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου. Σε σοβαρές ή ανθεκτικές περιπτώσεις μπορεί να εξεταστεί φαρμακευτική παρέμβαση με ντοπαμινεργικούς παράγοντες ή αντισπασμωδικά φάρμακα, πάντα υπό την επίβλεψη ειδικού ιατρού.
Η αντιμετώπιση
Οι μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του RLS. Η τήρηση σταθερού προγράμματος ύπνου, η καθημερινή ήπια σωματική δραστηριότητα, η αποφυγή διεγερτικών ουσιών όπως η καφεΐνη, καθώς και η δημιουργία ενός χαλαρωτικού περιβάλλοντος πριν την κατάκλιση (π.χ. ζεστό μπάνιο, απαλό μασάζ) συμβάλλουν στη μείωση της έντασης των συμπτωμάτων. Επιπλέον, η διατροφή πλούσια σε σίδηρο, όπως το κόκκινο κρέας, τα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και τα εμπλουτισμένα δημητριακά, μπορεί να υποστηρίξει τη βελτίωση της συνολικής κατάστασης του παιδιού. Η έγκαιρη αναγνώριση και η ολιστική προσέγγιση στη διαχείριση του RLS στην παιδική ηλικία είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και της ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης των παιδιών που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή.