Παχυσαρκία: κύριες επιπλοκές & δυνατότητες αντιμετώπισης

Γράφει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, Παιδο-ενδοκρινολόγος, Επισκέπτης Καθηγητής Νεογνικής, Παιδικής και Εφηβικής Ενδοκρινολογίας Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Δ/ντής Παιδοενδοκρινολογικής Κλινικής του Παιδιατρικού Κέντρου Αθηνών.

Η παχυσαρκία αποτελεί τη συχνότερη χρόνια νόσο της παιδικής ηλικίας, επηρεάζοντας 14.400.000 παιδιά και εφήβους παγκοσμίως. Σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, στην Ευρώπη 29% των παιδιών σχολικής ηλικίας είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, ενώ στην χώρα μας τα ποσοστά κυμαίνονται από 21% στην προσχολική ως 41% στη σχολική και εφηβική ηλικία, δυστυχώς υψηλότερα των ευρωπαϊκών χωρών.

Η κατάταξη ενός παιδιού ή εφήβου σε φυσιολογικού βάρους, υπέρβαρο ή παχύσαρκο γίνεται με βάση το δείκτη μάζας σώματος (BMI). BMI μεγαλύτερο από την 95η εκατοστιαία θέση για την ηλικία και το φύλο χαρακτηρίζει το άτομο ως παχύσαρκο, ενώ ΒΜΙ μεταξύ 85ης-95ης εκατοστιαίας θέσης ως υπέρβαρο.

Εκτός από το γενετικό υπόβαθρο του καθενός, πληθώρα άλλων παραγόντων, κοινωνικοοικονομικών,  περιβαλλοντικών και ψυχολογικών, έχουν οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση της παχυσαρκίας.

Τα παιδιά και οι έφηβοι με υπερβάλλον βάρος ή παχυσαρκία εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών σχετιζόμενων με το βάρος, αυξημένη πιθανότητα για παχυσαρκία στην ενήλικη ζωή και τελικά μειωμένο προσδόκιμο ζωής. Η πιθανότητα αυτή κυμαίνεται από 8% για παιδιά ηλικίας 1-2 ετών των οποίων οι γονείς δεν έχουν παχυσαρκία έως 79% για παιδιά/εφήβους 10 - 14 ετών με τουλάχιστον έναν γονέα με παχυσαρκία. Μετά την ηλικία των 6 ετών, η πιθανότητα να έχουν παχυσαρκία στην ενήλικη ζωή υπερβαίνει το 50%, σε σύγκριση με περίπου 10% για τα μη παχύσαρκα παιδιά. Η παχυσαρκία των γονέων υπερδιπλασιάζει τον κίνδυνο παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή σε όλα τα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών.

Οι κυριότερες επιπλοκές της παχυσαρκίας οι οποίες εμφανίζονται από τις μικρές ηλικίες , αλλά η συχνότητα τους σαφώς αυξάνεται στην εφηβεία είναι :

Η δυσλιπιδαιμία και το μεταβολικό σύνδρομο οδηγούν σε πρώιμη λιπώδη διήθηση του ήπατος στο 1/3 των παιδιών καθώς και αθηρωμάτωση με πάχυνση του μέσου χιτώνα των καρωτίδων και σε ανάλογο βαθμό και των στεφανιαίων αγγείων, αυξάνοντας κατακόρυφα τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ ενέχουν και σοβαροί κίνδυνοι αναπνευστικής ανεπάρκειας επί π.χ. μιας πνευμονίας, όπως συνέβη στην πρόσφατη πανδημία από COVID-19, αλλά και  αποφρακτικής υπνικής άπνοιας με κίνδυνο ακόμη και αιφνίδιου θανάτου. Η πρώιμη αντίσταση στην ινσουλίνη θα οδηγήσει γρηγορότερα σε προδιαβήτη τύπου 2 ή και διαβήτη τύπου 2, ειδικά στις περιπτώσεις που συνυπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό, ενώ στους εφήβους θα συμβάλει στην εμφάνιση του συνδρόμου των πολυκυστικών ωοθηκών, βασική αιτία υπογονιμότητας στη σύγχρονη εποχή. Δε λείπουν οι ορθοπεδικές επιπλοκές, με κυριότερη την επιφυσιολίσθηση της κεφαλής του μηριαίου, ενώ φυσικά οι επιπτώσεις στην αυτοεκτίμηση και τον ψυχισμό των παιδιών είναι ανυπολόγιστες με αυξημένη πιθανότητα για διαταραχές συμπεριφοράς, κοινωνική απομόνωση, κακές σχολικές επιδόσεις, κατάθλιψη αλλά και bullying (είτε ως θύμα είτε και ως θύτης).

Εκτός από την πρόληψη αλλά και την αντιμετώπιση με συντονισμένο “life style modification”, η παιδοενδοκρινολογία ως βασική εξειδίκευση στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, διαθέτει πλέον και ισχυρά φαρμακευτικά όπλα, ώστε με έγκαιρη και εξατομικευμένη παρέμβαση να μπορεί να επιτευχθεί θεραπεία τόσο της παχυσαρκίας ως χρόνιας νόσου, όσο και η αποσόβηση των επιπλοκών της, ενώ μπορεί να διαφοροδιαγνώσει και αυτές τις σπάνιες αλλά πολύ σοβαρές μορφές που οφείλονται σε παθολογικά αίτια και απειλούν ακόμη και άμεσα την ζωή του παιδιού (π.χ. υποθαλαμικοί όγκοι, Cushing’s, συνδρομικές μορφές κ.α.).