Ο ρόλος της βοτουλινικής τοξίνης στην αποφρακτική σιελοπάθεια

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μαντσόπουλος, M.D., M.Sc, PhD, Καθηγητής Ωτορινολαρυγγολογίας, Χειρουργικής κεφαλής και τραχήλου Ερλάνγκερ-Νυρεμβέργης, Ιατρικό Διαβαλκανικό Θεσσαλονίκης

Η αποφρακτική σιελοπάθεια συνίσταται στην εμφάνιση επαναλαμβανόμενων επεισοδίων επώδυνης διόγκωσης ενός σιελογόνου αδένα λόγω απόφραξης του πόρου του από μία πέτρα,  μία στένωση ή μία φλεγμονή του επιθηλίου του ίδιου του πόρου του (σιαλοδοχίτιδα) και στην προοδευτική εγκατάσταση μίας χρόνιας φλεγμονής στον πάσχοντα σιελογόνο αδένα. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχει λάβει χώρα μία πραγματική επανάσταση στον θεραπευτικό χειρισμό αυτής της κατηγορίας των παθήσεων. Ενώ μέχρι τις αρχές του 2000 η θεραπεία της αποφρακτικής σιελοπάθειας ήταν η ολική αφαίρεση του αδένα υπό γενική αναισθησία με τον κίνδυνο μίας σειράς επιπλοκών (με κυριότερη την παράλυση του προσώπου λόγω κάκωσης του προσωπικού νεύρου), από τις αρχές του αιώνα έχει αναπτυχθεί μία σειρά ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών, οι οποίες στηρίζονται στην ενδοσκόπηση των πόρων των σιελογόνων αδένων με ειδικά εξελιγμένα μίνι-σιαλενδοσκόπια πάχους μέχρι 1,6 χιλιοστά.

Εικόνα: Ημιεύκαμπτο σιαλενδοσκόπιο τύπου Erlangen

Με τη βοήθεια της σιαλενδοσκόπησης επιτυγχάνεται η αφαίρεση λίθων, η ενδοαυλική λιθοτρυψία και η διαστολή στενώσεων του πόρου, τεχνικές χάρη στις οποίες είναι δυνατή η αποφυγή της χειρουργικής αφαίρεσης και η λειτουργική διάσωση του πάσχοντα αδένα σε ένα ποσοστό άνω του 95%!

Χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πρόκληση από τις προαναφερθείσες αιτίες απόφραξης αφορά στις στενώσεις του εκφορητικού πόρου. H τάση επαναστένωσης στις ινώδους τύπου χρόνιες στενώσεις, μετά από σιελενδοσκοπική διαστολή τους, οδηγεί σε επιμονή των συμπτωμάτων - ευτυχώς σε ένα μάλλον μικρό ποσοστό αυτών των ασθενών.

Εικόνα: Σιαλενδοσκοπική εικόνα εκσεσημασμένης ινώδους στένωσης του εκφορητικού πόρου της παρωτίδας

Εδώ έρχεται να δώσει λύση η εφαρμογή της βοτουλινικής τοξίνης στον πάσχοντα αδένα. Πέρα από τις γνωστές αισθητικές εφαρμογές στο πρόσωπο και τις λειτουργικές ενδείξεις στους σιελογόνους αδένες (ακατάσχετη σιελόρροια - drooling, γευστική υπεριδρωσία - Frey, μετεγχειρητικό σύνδρομο του πρώτου δαγκώματος - «first-bite», μετεγχειρητικά σιελοχόα παρωτιδικά συρίγγια), η βοτουλινική τοξίνη συνιστά μία απόλυτα ικανοποιητική λύση και στις ανθεκτικές στη διαστολή επίμονες στενώσεις του πόρου. Tο Botox ελαττώνει σημαντικά την παραγωγή σάλιου από τον πάσχοντα αδένα, χωρίς να προκαλεί ξηροστομία, ενώ ταυτόχρονα δρα κατασταλτικά στο ερέθισμα του πόνου μέσω μηχανισμών νευροτροποποίησης. 3-4 ημέρες μετά την χορήγηση του Botox μειώνεται δραστικά η παραγωγή σάλιου από τον αδένα που πάσχει, με αποτέλεσμα την απουσία συσσώρευσης του σάλιου στον αδένα και τη εντυπωσιακή μείωση της έντασης και της συχνότητας των επεισοδίων επώδυνων διογκώσεων, που διαρκεί σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και 6-7 μήνες. Το μέγιστο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται συνήθως μετά τη δεύτερη χορήγηση, ενώ σε βάθος διετίας επέρχεται συνήθως πλήρης παύση των συμπτωμάτων κι επιστροφή του ασθενούς στην κανονικότητα χωρίς συμπτώματα απόφραξης και με άριστη ποιότητα ζωής.

Συμπερασματικά, η συνδυασμένη χρήση πρωτοποριακών «μίνι» ενδοσκοπικών τεχνικών και η εφαρμογή της βοτουλινικής τοξίνης έχει στην πράξη εκμηδενίσει το ποσοστό των ασθενών με αποφρακτική σιελοπάθεια που θα χρειαστούν τελικά αφαίρεση του αδένα τους!