Καρκίνος του ενδομητρίου: όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε

Γράφει η Ιωάννα Λέτσα, Ογκολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης, Ιατρικό Ψυχικού

Ο καρκίνος του ενδομητρίου (ΚΕ) είναι ο πλέον συχνός καρκίνος των οργάνων του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, καθώς στην Ευρώπη 1 έως 2 ανά 100 γυναίκες θα αναπτύξουν τη νόσο σε κάποια στιγμή της ζωής τους. Πρόκειται για μία νόσο που δεν είναι ευρέως γνωστή στο γενικό πληθυσμό, εξαιτίας του χαμηλού βαθμού συνειδητοποίησης των συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε αργοπορημένη διάγνωση και χειρότερη επιβίωση.

Ο ΚΕ αναπτύσσεται στον ιστό που επενδύει τη μήτρα. Αν και δεν έχει αποσαφηνιστεί μέχρι σήμερα γιατί εμφανίζεται ο ΚΕ, έχουν εντοπιστεί κάποιοι παράγοντες κινδύνου. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι ο παράγοντας κινδύνου δεν αποτελεί αυτός καθ’ αυτός αιτία εμφάνισης της νόσου, δεδομένου ότι σε κάποιες γυναίκες με παράγοντες κινδύνου δε θα αναπτυχθεί η νόσος ενώ κάποιες γυναίκες, χωρίς κανέναν παράγοντα κινδύνου, θα νοσήσουν.

Η πλειονότητα των ΚΕ χρειάζονται οιστρογόνα για να αναπτυχθούν. Για το λόγο αυτό, με μερικές εξαιρέσεις, οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΚΕ συνδέονται με τα οιστρογόνα. Αυτοί περιλαμβάνουν:

  • Οικογενειακό ιστορικό ΚΕ
  • Ηλικία (ο κίνδυνος μεγαλώνει όσο η γυναίκα μεγαλώνει)
  • Γενετικά αίτια (σύνδρομο HNPCC ή σύνδρομο Lynch)
  • Ατομικό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Υπερπλασία του ενδομητρίου (ο κίνδυνος καρκινικής εξαλλαγής είναι υψηλός στην άτυπη υπερπλασία σε σύγκριση με την ήπια υπερπλασία)
  • Πρόσληψη οιστρογόνων (ειδικά κατά τη διάρκεια θεραπειών που περιέχουν μόνο οιστρογόνα και όχι προγεστερόνη)
  • Παχυσαρκία (το υπερβάλλον βάρος μεταβάλλει το επίπεδο των οιστρογόνων)
  • Ατεκνία
  • Αριθμός εμμηνορρυσιακών κύκλων (ο μεγαλύτερος αριθμός αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου για λόγους ορμονικούς)

Η διάγνωση του ΚΕ βασίζεται στη γυναικολογική εξέταση, στην εξέταση της μήτρας με υπερήχους και στην εργαστηριακή εξέταση των κυττάρων του όγκου, μετά την αφαίρεση δείγματος από τον όγκο (βιοψία). Αξίζει να δοθεί έμφαση στο γεγονός ότι το τεστ Παπανικολάου στοχεύει στην ανίχνευση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας και όχι ΚΕ.

Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας είναι η χειρουργική επέμβαση. Ανά περίπτωση εξετάζεται εάν υπάρχουν ενδείξεις εφαρμογής επικουρικών θεραπειών (ακτινοθεραπεία, θεραπεία με φάρμακα) σε συνδυασμό με τη χειρουργική επέμβαση. Αφού ολοκληρωθεί η θεραπεία οι γιατροί θα προτείνουν ένα πρόγραμμα παρακολούθησης 5 ετών με τακτική κλινική εξέταση και εργαστηριακούς ελέγχους, με στόχο την ανίχνευση πιθανής υποτροπής ή άλλων τύπων καρκίνου καθώς και την αξιολόγηση τυχόν επιπλοκών που συνδέονται με τη θεραπεία.

Το γεγονός ότι δεν μπορεί να συστηθεί κανένας συγκεκριμένος τρόπος μείωσης του κινδύνου υποτροπής μετά από την ολοκλήρωση της θεραπείας, μπορεί να προκαλεί άγχος στους ασθενείς. Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας να αναζητήσουν ψυχολογική υποστήριξη από επαγγελματίες (ψυχολόγους) ή και ομάδες πρώην ασθενών.