Καρδιαγγειακά νοσήματα & Covid-19
Γράφει ο Δημήτριος Τσιαχρής, Καρδιολόγος - Επεμβατικός Ηλεκτροφυσιολόγος, Διευθυντής Εργαστηρίου Βηματοδότησης & Ηλεκτροφυσιολογίας Athens Heart Center, Ιατρικό Κέντρο Αθηνών
Μένουμε σπίτι και προετοιμαζόμαστε για να περιορίσουμε τις συνέπειες της πανδημίας από τον COVID-19. Η σωστή ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου αποτελεί υποχρέωση της ιατρικής κοινότητας στην προσπάθεια που καταβάλλεται για την προστασία πληθυσμιακών ομάδων με αυξημένο κίνδυνο για σοβαρή νόσηση από τον ιό.
Ακούμε συνέχεια ότι οι καρδιαγγειακοί ασθενείς ανήκουν στις πληθυσμιακές ομάδες υψηλού κινδύνου και δεχόμαστε συνέχεια ερωτήσεις από τους ασθενείς για την δική τους περίπτωσή. Το εύρος των καρδιαγγειακών νοσημάτων είναι ευρύτατο και είναι σαφές ότι το επίπεδο κινδύνου ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με την εκάστοτε νοσολογική οντότητα.
Με βάση τα πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα στους πολύ υψηλού κινδύνου ασθενείς για δυσμενή έκβαση από COVID-19 περιλαμβάνονται οι ασθενείς με συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σοβαρές βαλβιδοπάθειες και πνευμονική υπέρταση. Αυτοί είναι ασθενείς οι οποίοι ούτως ή άλλως εμφανίζουν δύσπνοια και εύκολη κόπωση και δεν μπορούν να επιτελέσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες.
Όσον αφορά στη στεφανιαία νόσο πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας το ιστορικό εμφράγματος μυοκαρδίου, την έκτασή του όπως και την έκταση της στεφανιαίας νόσου και την ύπαρξη ισχαιμίας μυοκαρδίου ή όχι. Συγκεκριμένα, ένας ασθενής με παλαιό εκτεταμένο έμφραγμα μυοκαρδίου και αδυναμία πλήρους επαναγγείωσης που εμφανίζει στηθάγχη ή δύσπνοια είναι υψηλού κινδύνου ενώ ένας ασθενής ο οποίος έχει υποβληθεί σε αγγειοπλαστική ενός αγγείου χωρίς προηγούμενο έμφραγμα και με πρόσφατη αρνητική δοκιμασία ισχαιμίας ανήκει μεν στις ευπαθείς ομάδες αλλά είναι σαφώς χαμηλότερου κινδύνου.
Οι βαλβιδοπάθειες αποτελούν επίσης μια νοσολογική κατηγορία με πολύ ευρύ φάσμα κινδύνου. Η πλειοψηφία όσων έχουν υποβληθεί σε υπερηχογράφημα καρδιάς παρουσιάζει μικρές ανεπάρκειες μιτροειδούς και τριγλώχινας βαλβίδος χωρίς αύξηση πνευμονικών πιέσεων. Οι περιπτώσεις αυτές δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες. Στις σοβαρές βαλβιδοπάθειες ανήκουν όσοι εμφανίζουν καρδιακή ανεπάρκεια ή πνευμονική υπέρταση εξ αυτών ενώ ενδιαμέσου κινδύνου είναι όσοι έχουν χειρουργημένες βαλβιδοπάθειες ανάλογα με την εξέλιξη της νόσου. Ιδιαίτερα υψηλού κινδύνου είναι σίγουρα όλοι οι ασθενείς με συγγενείς καρδιοπάθειες, ειδικά οι κυανωτικού τύπου που έχουν αποκατασταθεί χειρουργικά αλλά και ασθενείς με σοβαρές μυοκαρδιοπάθειες.
Ακόμα μεγαλύτερο είναι το φάσμα κινδύνου σε ασθενείς με αρρυθμίες. Η κολπική μαρμαρυγή εντάσσει τους ασθενείς σε κατηγορία υψηλού κινδύνου στη χρόνια ή μακροχρονίως εμμένουσα μορφή της όταν προκαλεί καρδιακή ανεπάρκεια και αύξηση των πνευμονικών πιέσεων. Αντιθέτως, η παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή από μόνη της δεν αυξάνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο με την εξαίρεση των ασθενών με ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Αντίθετα δεν ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες όσοι παρουσιάζουν υπερκοιλιακές ταχυκαρδίες και χαμηλό φορτίο εκτάκτων συστολών (<5-10%). Ασθενείς με σοβαρές κοιλιακές αρρυθμίες, ειδικά αυτοί με απινιδωτή ανήκουν πρακτικά στην πρώτη κατηγορία πολύ υψηλού κινδύνου ενώ η παρουσία βηματοδότη μεμονωμένα δεν αυξάνει τον κίνδυνο περισσότερο από το υποκείμενο νόσημα για το οποίο εμφυτεύθηκε ή τα οποία συνυπάρχουν.
Ειδική αναφορά χρήζουν οι ασθενείς με υπέρταση. Η μεμονωμένη, ανεπίπλεκτη ρυθμισμένη με αγωγή αρτηριακή υπέρταση εντάσσει τους ασθενείς στις ευπαθείς ομάδες με βάση τα πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα από την πανδημία από COVID-19 ενώ ο κίνδυνος αυξάνει όταν συνυπάρχουν σοβαρή υπερτροφία του μυοκαρδίου, εκτεταμένη αθηρωμάτωση των αγγείων, σακχαρώδης διαβήτης ή παλαιό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Τις τελευταίες μέρες έχουν δει το φως της δημοσιότητας αναφορές που συνδέουν την αντιυπερτασική θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (αΜΕΑ) και αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης (ΑΥΑ) με αυξημένο κίνδυνο προσβολής και βαρύτητας της νόσου. Πειραματικά δεδομένα έχουν δείξει ότι τα φάρμακα αυτά αυξάνουν τα επίπεδα του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης 2 (ΜΕΑ-2), το οποίο υπάρχει στην μεμβράνη των πνευμοκυττάρων τύπου II και έχει ενοχοποιηθεί ότι διευκολύνει την είσοδο COVID-19 εντός των στη οποίων υπάρχει το ΜΕΑ-2.
Επί του παρόντος δεν είναι απόλυτα αποδεδειγμένο εάν οι αΜΕΑ / ΑΥΑ αυξάνουν τον κίνδυνο προσβολής από COVID-19 ή ακόμα εάν η υπέρταση είναι ένας πραγματικός παράγοντας κινδύνου ή ένας παράγοντας που καθορίζει τη σοβαρότητα της ασθένειας. Απουσία δεδομένων, όλοι οι διεθνείς επιστημονικοί οργανισμοί συνιστούν να συνεχιστεί η συνηθισμένη χρήση αΜΕΑ / ΑΥΑ για τη θεραπεία της υπέρτασης και στην εποχή της πανδημίας του COVID-19. Η διακοπή συνιστάται μόνο επί πυρετού ως ήταν ήδη ενδεδειγμένο.
Πρέπει να αναφερθούμε επίσης και στις επιπτώσεις του COVID-19 στο καρδιαγγειακό σύστημα. Αφενός, πολλά από τα αντιϊκά που χρησιμοποιούνται σχετίζονται με εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμιών και άλλων καρδιαγγειακών ανωμαλιών ενώ πρόσφατα καταγράφηκε η άμεση τοξική επίδραση του ιού στο μυοκάρδιο με μορφή σοβαρής κλινικής ή και υποκλινικής μυοκαρδιτίδας. Όπως θα αντιμετωπίσουμε την πανδημία αυτή έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τις μεταγενέστερες συνέπειές της.